Ο Χριστός μίλησε πολλές φορές για την πλεονεξία και τη φιλαργυρία, τονίζοντας πόσο εύθραυστο είναι το θεμέλιο του πλούτου. Τα λόγια του Χριστού στοχοποιούσαν ιδιαίτερα τους Φαρισαίους, οι οποίοι, «φιλάργυροι υπάρχοντες, …εξεμυκτήριζον αυτόν» (Λουκ. 12, 15. 16, 14). Δεν μπορούσαν να δεχτούν τα λόγια του. Γι’ αυτούς ο πλούτος ήταν η δίκαιη ανταμοιβή του Θεού για την …ευσέβειά τους. Μα ο Χριστός, με την εξαίσια στη λιτότητά της παραβολή του άφρονος πλουσίου, απο-σαφήνισε με τρόπο αναντίρρητο το θέμα (Κυριακή Θ΄ Λουκά).
Ο πλούτος τελικά είναι καλός ή κακός; Τίποτε από τα δύο. Η προ-σκόλληση σ’ αυτόν ή η νηφάλια διαχείρισή του είναι που κάνουν τη διαφορά. Όχι μόνο ο άφρων πλούσιος, αλλά και όλοι λίγο πολύ οι άν-θρωποι κάνουμε ένα βασικό λάθος: Θεωρούμε ότι τα πλούτη θα μας εξασφαλίσουν τα πάντα. Την απόλυτη καλοζωία, την τέλεια απόλαυση.
Τίποτε όμως δεν είναι πραγματικά στο χέρι μας. Και η πικρή αλή-θεια είναι ότι δεν αγοράζονται όλα με το χρήμα. Μπροστά στον θάνατο πλούσιοι και φτωχοί είναι το ίδιο ανίσχυροι. Όλα τα αγαθά της γης, ο κόσμος όλος, δεν επαρκούν για να δώσουν πίσω μια ζωή που δρασκέ-λισε ήδη το κατώφλι του θανάτου, πόσο μάλλον μια ψυχή που δεν νοιάστηκε ποτέ για την αιωνιότητα, αλλά χαραμίστηκε στη ματαιότητα.
Η κατανόηση της τραγικής αυτής αλήθειας οδήγησε πολλούς να απαρνηθούν τον πλούτο και να γίνουν εκούσια φτωχοί. Πολλοί άγιοι μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και έζησαν με ολιγάρ-κεια. Κατανόησαν όχι μόνο τη ματαιότητα του πλούτου, αλλά και τον κίνδυνο να βυθιστούν στην απανθρωπία εξ αιτίας του. Ο πλούσιος, πιο εύκολα από τον φτωχό, εγκλωβίζεται στον άκρατο ατομοκεντρισμό, στην σκληρότητα της ασπλαχνίας.
Διαβάζουμε στα υπέροχα παραμύθια μας, ότι ένας πλούσιος άτε-κνος και ένας φτωχός με πέντε παιδιά ζούσαν αντικρυστά. Τα παλιά χρόνια ο Θεός έπαιρνε, λέει, τη μορφή ενός γέρου και δοκίμαζε τις καρ-διές των ανθρώπων. Χτύπησε κάποτε και την πόρτα του πλούσιου, μα εκείνος έβαλε τις φωνές αγριεμένος. «Δεν βλέπεις, μωρέ, ότι εδώ δεν έχουμε καθόλου χώρο; Όλα τα δωμάτια είναι γεμάτα καρπούς».
Ο γεράκος πήγε στην πόρτα του φτωχού. Του άνοιξε η γυναίκα του, τον έβαλε μέσα χωρίς να τον ρωτήσει τί θέλει, του έδωσε να φάει, άρμεξε και τη μοναδική τους κατσίκα και του έδωσε το γάλα της. Το βράδυ έβαλε όλα της τα παιδιά να κοιμηθούν σε μια γωνιά με άχυρο και στο δωμάτιό τους έβαλε τον γέρο να κοιμηθεί. Το πρωί δεν τον ά-φηνε να φύγει, πριν αρμέξει ξανά την κατσίκα για να του δώσει το γάλα της.
Της λέει τότε εκείνος: «Τί θα επιθυμούσες περισσότερο να αποκτή-σεις στη ζωή;» «Αχ, καημένε γέρο μου», απαντάει κι εκείνη χαμογελαστή, «εγώ τα έχω όλα κι ας είμαι φτωχή»! Με τα πολλά δέχτηκε να έχει ένα μεγαλύτερο σπίτι. «Να μπορώ να βάλω τα παιδιά μου και να φιλοξενώ όσους περνούν από δω».
Όταν ο πλούσιος είδε ένα τεράστιο πανέμορφο σπίτι να ξεφυτρώ-νει ξαφνικά απέναντί του, έστειλε τη γυναίκα του να προλάβει τον γέρο, μήπως κερδίσει κάτι κι αυτός. Αλλά ο γέρος είπε: «Ο καθένας παίρνει αυτά που του αξίζουν. Στα δικά σας δωμάτια θα βρείτε τον θη-σαυρό που σας αξίζει». Άνοιξαν τα δωμάτιά τους και τί να δουν; Όλοι τους οι καρποί, οι πλούσιες σοδειές τους, είχαν γίνει κάρβουνο!
Προσοχή! Δεν δαμάζεται εύκολα ο πλούτος. Μας ξεγελάει και κλέ-βει την ανθρωπιά μας.
Καλή, εὐλογημένη ἑβδομάδα! Καλό Σαρανταήμερο!
* Δημήτριος Μπόκος – Ιερέας
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη του ekriti.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δίκαιοι και αμαρτωλοί. Του πατρός Δημητρίου Μπόκου
Ακολουθήστε το ekriti.gr στο
Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για την Κρήτη και όχι μόνο.
Source link

