Ζητούν και δε βρίσκουν εργατικά χέρια οι αγρότες για τη συγκομιδή της παραγωγής – Τι συζητήθηκε στο υπουργείο Μετανάστευσης – Τι δήλωσαν στο neakriti.gr οι πρόεδροι της ΕΘΕΑΣ και του Αγροτικού Συλλόγου Ιεράπετρας Γιάννης Γαϊτάνης
Η Κρήτη, ένας από τους κεντρικούς πλουτοπαραγωγικούς πυλώνες της Ελλάδας, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια από τις πιο κρίσιμες χρονιές των τελευταίων δεκαετιών. Το νησί, που κάθε φθινόπωρο και χειμώνα ζει στον ρυθμό της συγκομιδής ελιάς και των οπωροκηπευτικών, φέτος μοιάζει να… κρατά την ανάσα του, ενώ όπως περιγράφεται, καθώς η ανασφάλεια έχει ενταθεί συμπληρώνοντας τρία χρόνια ξηρασίας και λειψυδρίας, δεν είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει συγκομιδή στον τομέα της ελιάς, ενώ κρίση βιώνουν και στις καλλιέργειες των θερμοκηπίων.
Ο κ. Μύρων Χιλετζάκης, πρόεδρος της Ένωσης Μικρών Συνεταιρισμών της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), περιγράφει με ωμή ειλικρίνεια την κατάσταση, όπου «μπορεί να μην υπάρξει καν συγκομιδή των ελιών για μερικούς παραγωγούς φέτος, γιατί υπάρχει ξηρασία και οι ελιές δεν μπορούν να μαζευτούν φέτος, όπως μαζεύονταν παραδοσιακά Οκτώβριο-Νοέμβριο. Έχουν αφυδατωθεί τα δέντρα. Έχουμε τρία χρόνια παρατεταμένη ξηρασία και εάν δε βρέξει, δε θα γίνει συγκομιδή φέτος».
Η Κρήτη έχει συνηθίσει στις περιόδους ξηρασίας και στις ελλείψεις εργατών, όμως αυτό που συμβαίνει φέτος είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, το ίδιο το προϊόν που καλούνται να μαζέψουν οι εργάτες ίσως να μην υπάρχει, ενώ η δυσμενής κατάσταση εντείνεται όταν στην εξίσωση εισέλθουν τα κόστη των ημερομίσθιων σε συνάρτηση με την τιμή του λαδιού, η οποία είναι στα 4 ευρώ για τη χώρα μας.
Παρόμοια εικόνα αγανάκτησης περιγράφει για τα θερμοκήπια και ο κ. Γιάννης Γαϊτάνης, πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Ιεράπετρας, ο οποίος έκανε λόγο για σημαντικές ελλείψεις στον τομέα εργατών γης, λόγω της περίπλοκης γραφειοκρατίας, με τον ίδιο να σημειώνει ότι ζητήματα όπως διαδικασίες εισόδου και μετακλητής εργασίας, ασφάλισης των εργαζομένων, αλλά και η χρήση της κάρτας εργασίας τέθηκαν επί τάπητος στη συνάντηση που είχαν την περασμένη Παρασκευή με τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, ενώ όπως αποκάλυψε, μέχρι το τέλος του μήνα αναμένεται να παρουσιαστεί νέο νομοσχέδιο από το υπουργείο προς τον πρωθυπουργό όσον αφορά ζητήματα μεταναστευτικής πολιτικής, στο πλαίσιο των νόμιμων εργατών και της νόμιμης μετάκλησης.
Ωστόσο, ο κ. Γαϊτάνης αναφέρθηκε και στα «δαιδαλώδη κόστη» που καλούνται να καλύψουν φέτος οι παραγωγοί, με τον ίδιο να σημειώνει πως «τα κόστη ανεβαίνουν και οι τιμές που πουλάμε κατεβαίνουν. Περάσαμε ένα κακό καλοκαίρι από πλευράς τιμών για όλα τα είδη».
Η νέα σεζόν προμηνύεται ακόμα δυσκολότερη, ειδικότερα όσον αφορά τη συνάρτηση της κάλυψης των εξόδων με τα έσοδα.
Τι συζητήθηκε στη συνάντηση στο υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου
Όπως προαναφέραμε, την περασμένη Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου ο κ. Γαϊτάνης παρευρέθηκε σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, κατά τη διάρκεια της οποίας τέθηκαν στο επίκεντρο οι διαδικασίες μετανάστευσης για τους εργάτες γης, με τον ίδιο να μεταφέρει μια εικόνα αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και σημαντικών κενών που σημειώνεται σε επίπεδο τοπικής παραγωγής και μετακλητών εργατών γης.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια επικοινωνίας που είχαμε με τον κ. Γαϊτάνη, ο ίδιος φάνηκε αγανακτισμένος για τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι τοπικοί παραγωγοί όσον αφορά τους εργάτες γης, με τον ίδιο να χρησιμοποιεί τη φράση «πουθενά φως» για να περιγράψει την κατάσταση, κάνοντας λόγο για μεγάλες καθυστερήσεις στις διαδικασίες επεξεργασίας των αιτήσεων, τις συνεντεύξεις των εργατών, των μετακινήσεων των εργατών, αλλά και την ελλιπή κατάρτιση.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον γενικό γραμματέα του υπουργείου, οι παραγωγοί φαίνεται να κατέθεσαν συγκεκριμένα αιτήματα όσον αφορά στη συγκράτηση των εργατών που βρίσκονται νόμιμα στη χώρα και την επιτάχυνση των διαδικασιών μετακίνησής τους.
Όπως φαίνεται, στο επίκεντρο των αναγκών τοποθετήθηκε η αλλαγή λειτουργίας της κάρτας εργασίας, ώστε να αφορά αποκλειστικά τη χώρα προέλευσης και τη χώρα υποδοχής, χωρίς να δίνεται η δυνατότητα μετακίνησης σε άλλα κράτη της Ευρώπης, και τούτο διότι παρατηρείται ένα διαρκές μοτίβο λήψης κάρτας εργασίας για την Ελλάδα ως «προορισμό με ευκολότερες διαδικασίες» και έπειτα τη μετάβασή τους σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Όπως εξηγεί ο κ. Γαϊτάνης, «ένα μεγάλο μέρος φεύγει για πολλούς λόγους. Και μερικές φορές φταίνε οι ίδιοι οι παραγωγοί, άλλες φορές υπάρχουν συγγενείς σε άλλο κράτος και μπορούν να έρχονται στην Ελλάδα διότι είναι πιο εύκολο να έρθουν εδώ. Αυτό είναι από τα μεγαλύτερά μας θέματα».
Παράλληλα, τέθηκε το ζήτημα προσωρινής μετακίνησης των εργατών από τον έναν εργοδότη στον άλλο, έπειτα από συναίνεση, σε όλη την Ελλάδα, και όχι μονάχα σε “ενδο-περιφερειακές” περιπτώσεις. Όπως περιέγραψε ο ίδιος, «συζητάμε να μπορούν να δουλέψουν, όταν κάποιος αγρότης έχει κενά 1-2 μήνες, σε κάποιον άλλο με τη συγκατάθεση του εργοδότη σε όλη την Ελλάδα. Όχι μόνο στην περιφέρεια μέσα, γιατί τώρα είναι μόνο στην περιφέρεια».
Ένα ακόμη ανοιχτό ζήτημα αφορά το ασφαλιστικό καθεστώς των εποχικών εργατών, καθώς οι παραγωγοί ζητούν να υπάγονται στον ΟΓΑ και όχι στο ΙΚΑ.
«Εκεί δεν το δέχτηκαν, απλώς κουβεντιάζουν να κατέβει το ποσοστό εισφορών του ΙΚΑ, από το 25% στο 10-15%, γιατί βλέπουν ότι αυτό δεν μπορεί να “περπατήσει”», σημείωσε ο κ. Γαϊτάνης.
Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκε και το επικείμενο νομοσχέδιο για τη μεταναστευτική πολιτική και τη νόμιμη μετάκληση εργατών. Σύμφωνα με όσα μετέφερε ο γενικός γραμματέας, αναμένεται να κατατεθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο γύρω στις 15-20 Οκτωβρίου και στη συνέχεια να περάσει από δημόσια διαβούλευση.
Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων τέθηκε και το αίτημα για αλλαγή του υφιστάμενου πλαισίου παραμονής 9-3 μηνών των εργατών στη χώρα, με τον κ. Γαϊτάνη να μεταφέρει πως «ζητήσαμε οι εποχικοί να μην είναι 9 μήνες στην Ελλάδα, 3 μήνες στο εξωτερικό, αλλά να είναι 22 μήνες Ελλάδα και 2 μήνες στο εξωτερικό. Ή να φεύγουν όποτε θέλουν ένα-δύο μήνες, όποτε δεν έχουμε δουλειά εμείς. Δεν το δέχονται γιατί υπάρχουν δικαιώματα. Αυτές είναι προφάσεις για να μην αλλάξουν, κάτι το οποίο πραγματικά δε δουλεύει», εξηγώντας ότι «στο 9-3, δηλαδή ένας εργάτης να έρχεται να δουλέψει στην Ελλάδα 9 μήνες και 3 να φεύγει, δεν τον συμφέρει, διότι αυτούς τους τρεις μήνες που θα φύγει θα ξοδέψει ό,τι δούλεψε, άρα υπάρχει πρόβλημα».
Έντονη δυσαρέσκεια με τις καθυστερήσεις επεξεργασίας των αιτήσεων
Τα ζητήματα και οι ελλείψεις, ωστόσο, δεν παραμένουν μόνο στο επίπεδο των θεσμικών αλλαγών. Ο κ. Γαϊτάνης περιγράφει με λεπτομέρειες το αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί κατά τη διαδικασία μετάκλησης εργατών από τρίτες χώρες. Όπως αναφέρει, οι καθυστερήσεις από τις Περιφέρειες μπορεί να φτάσουν τους 3,5 μήνες, ενώ στις Πρεσβείες οι συνεντεύξεις των εργατών καθυστερούν από 3 έως και 6 μήνες, με τα ποσοστά των ελλείψεων για την Ιεράπετρα να κυμαίνονται στο 50%.
Όπως τονίζει ο ίδιος, κεντρικό αίτημα των παραγωγών αποτελεί η δημιουργία ενός δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος επεξεργασίας των αιτήσεων από το υπουργείο, έτσι ώστε οι παραγωγοί να μην έρχονται σε σύγκρουση με τη χρονοβόρα γραφειοκρατία.
«Εγώ μπορεί να έχω αρχίσει τη δουλειά στα θερμοκήπια από τον Νοέμβριο μέχρι τον Ιούνιο. Κάνω, λοιπόν, τον προγραμματισμό μου και λέω 5 μήνες να έρθει ο εργάτης, και προγραμματίζω επίσης 5 μήνες πριν να φτιάξω τα χαρτιά μου. Ωστόσο, εκείνος μπορεί να έρθει μετά από τέσσερις μήνες ή μετά από εννέα μήνες ή όταν εγώ δεν τον χρειάζομαι».
Σε αυτό, μάλιστα, παρατηρούνται και επιμέρους ζητήματα, τα οποία σημειώνονται σε επίπεδο εκπαίδευσης των εργατών που εισέρχονται στη χώρα μας, καθώς «κατά ένα μεγάλο μέρος τους εκπαιδεύουμε εμείς», ωστόσο ακόμα κι εδώ οι διαδικασίες εξαρτώνται από το χρονικό πλαίσιο που θα ενταχθεί ο εργάτης στο δυναμικό.
«Εξαρτάται βέβαια πότε θα έρθουν. Εάν έρθουν την περίοδο όπου έχουμε πλήρη δουλειά, το πρόβλημά μας είναι τεράστιο. Μέχρι να τους μάθουμε, πρέπει να δουλεύει κι άλλο ένα άτομο δίπλα τους για να τους μάθει τη δουλειά. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα και γι’ αυτό φωνάζουμε και λέμε ότι θέλουμε χρονοδιάγραμμα, ώστε να κάνουμε κι εμείς το πρόγραμμά μας», παρατηρεί ο κ. Γαϊτάνης.
Πολυπαραγοντική η κρίση στα εργατικά χέρια για τη συγκομιδή ελιάς
Από την πλευρά του, ο κ. Χιλετζάκης για το ζήτημα της συγκομιδής ελιών ξεκαθαρίζει ότι «δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εργάτες γης σήμερα, με αυτήν την κλιματική αλλαγή και τη συγκομιδή ελιάς, γιατί δεν έχουμε έρθει σε αυτό το καθεστώς ακόμα. Ακόμα δεν μπορούμε να μιλήσουμε με ακρίβεια για τον αριθμό των εργατών, διότι εάν βρέξει μπορεί να θέλω 700, εάν δε βρέξει, μπορεί να θέλω έναν για παράδειγμα».
Στην Κρήτη, το ζήτημα των εργατών δεν είναι απλώς αριθμητικό. Είναι δομικό, καθώς όπως διαπιστώνεται χρειάζονται οργανωμένες ροές, όχι πρόχειρες λύσεις της τελευταίας στιγμής, ένα ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκε και ο κ. Γαϊτάνης, με τον κ. Χιλετζάκη να υπογραμμίζει ότι «στην Ελλάδα χρειαζόμαστε καραβάνια από ανθρώπους κι αυτά τα καραβάνια θα πρέπει να πηγαίνουν εποχικά στα αγροτικά προϊόντα που παράγει η χώρα για να μπορούμε να τα στηρίξουμε. Εδώ, λοιπόν, ο ελαιοπαραγωγός που τον έχει πλήξει η ξηρασία δεν μπορεί να συντηρήσει μόνος του μόνιμο προσωπικό εργατών γης», σημειώνοντας την ανάγκη να υπάρχει εσωτερική κινητικότητα των εργατών γης, προκειμένου να στηρίζονται όλοι οι κλάδοι της γεωργίας.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Χιλετζάκης, ακόμη και όταν οι εργάτες έρθουν, δεν είναι έτοιμοι για τη δουλειά, περιγράφοντας μια κατάσταση ελλιπούς εργασιακής εξειδίκευσης και τούτο διότι το μάζεμα της ελιάς στην Κρήτη δεν είναι απλή εργασία, καθώς απαιτεί τεχνική, γνώση και αντοχή.
Πάνω σε αυτό, μάλιστα, αναφέρθηκε σε έντονο ύφος ο κ. Χιλετζάκης, τονίζοντας πως «το μεγάλο πρόβλημα σε εμάς είναι ότι όλοι αυτοί οι εργάτες γης που έρχονται και φεύγουν δεν είναι ειδικευμένο προσωπικό και μέχρι να έρθουν στη δουλειά, σηκώνονται και φεύγουν. Το θέμα είναι ότι αύριο το πρωί, εάν κάνουμε μια διακρατική σύμβαση και φέρουμε εργάτες γης από τη χ-ψ χώρα, εγώ θα πρέπει να τους εκπαιδεύσω. Δεν είναι το εκπαιδευμένο προσωπικό που γνωρίζει πώς μαζεύεται η ελιά, ποια είναι η ελιά και η διαδικασία».
Όπως τονίζει, «ο εργάτης θα φύγει, θα πάει στην Αμαλιάδα να μαζέψει φράουλες. Θα φύγει μετά να μαζέψει αμπέλια. Και μετά θα πηγαίνει στη Χαλκιδική. Θα πάει μετά τον Ιούνιο να μαζεύει καρπούζια από την Αμαλιάδα πάλι κ.λπ. κ.λπ. Επομένως, οι εργάτες πρέπει να κάνουν έναν κύκλο. Τα θερμοκήπια τον χειμώνα μπορούν να εξυπηρετήσουν εργάτες γης».
Οι τιμές πώλησης προς το κόστος παραγωγής ο μεγάλος “πονοκέφαλος”
Φέτος, όμως, υπάρχει ένας ακόμη “πονοκέφαλος”, αυτός που πλήττει τους παραγωγούς και αφορά την τιμή του ελαιολάδου. Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, η τιμή στο λάδι πέφτει, ενώ το ημερομίσθιο παραμένει ψηλά, με τον κ. Χιλετζάκη να κάνει λόγο για μια κατάσταση οικονομικού αδιεξόδου, όπου οι ελαιοπαραγωγοί βρίσκονται εγκλωβισμένοι μεταξύ μείωσης της σοδιάς, των ακριβών ημερομισθίων και της μειωμένης τιμής πώλησης.
«Ας ξεκινήσουμε από το ωρομίσθιο, δηλαδή το μεροκάματο, που αυτό καθοριζόταν και στα 60 και 70 ευρώ, όταν το λάδι ήταν 8 και 9 ευρώ, και συνεχίζει μέχρι και σήμερα στα 60 ευρώ να είναι στην αγορά, όταν το λάδι είναι 4 ευρώ. Επομένως βλέπουμε στο προϊόν να πέφτει η τιμή του και το μεροκάματο να παραμένει το ίδιο», λέει.
Αποτέλεσμα, λοιπόν, της συγκεκριμένης κατάστασης είναι οι ελαιοπαραγωγοί να βρίσκονται εγκλωβισμένοι μεταξύ φυσικών συνθηκών, όπως τη λειψυδρία, και της τιμής πώλησης, καθώς «όταν η τιμή πώλησης η δικιά μου είναι υψηλή δε με απασχολεί το ημερομίσθιο, όταν όμως το λάδι είναι στα 4 ευρώ, όπως τώρα που παρατηρείται στην Ελλάδα, δεν μπορώ να δώσω 70 ευρώ ημερομίσθιο. Για εμάς λοιπόν η μείωση της τιμής σημαίνει ότι τον παραγωγό δεν τον συμφέρει να πάει να μαζέψει τις ελιές του, γιατί δεν τον συμφέρουν τα κόστη».
Το νησί πλέον βρίσκεται μπροστά σε ένα πλέγμα σκληρών αλληλουχιών, που τοποθετεί τον αγροτικό τομέα στο επίκεντρο αλλεπάλληλων και πολυπαραγοντικών κρίσεων.
Source link

