Ο αιφνίδιος θάνατος 16χρονης στην Αττική και τα πρόσφατα περιστατικά μέθης στα Χανιά ξαναφέρνουν στο προσκήνιο το πρόβλημα της κατανάλωσης αλκοόλ από ανήλικους, που πλέον παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις
Το ζήτημα για τη μέθη ανηλίκων επανήλθε με έναν τραγικό τρόπο στην επικαιρότητα, έπειτα από τον αιφνίδιο θάνατο μιας 16χρονης κοπέλας στην Αττική, αλλά και δύο απανωτά περιστατικά στα Χανιά πριν από περίπου δύο εβδομάδες.
Η πραγματικότητα δείχνει ότι τα περιστατικά έχουν ενταθεί πανελλαδικά αλλά και στην Κρήτη, ενώ το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται μία προβληματική κατάσταση, που κανείς δεν μπορεί να αψηφήσει: Ανήλικα παιδιά καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ, με αποτέλεσμα να χάνουν τις αισθήσεις τους και να μεταφέρονται στα Επείγοντα των νοσοκομείων.
Η “Νέα Κρήτη” και το neakriti.gr επιχειρώντας να “χαρτογραφήσει” το πρόβλημα, συνομίλησε με την πρόεδρο του Συνδέσμου Επισιτισμού και Διασκέδασης Νομού Ηρακλείου, κ. Μαρία Αντωνακάκη, καθώς και την πρόεδρο Σωματείου Περιπτερούχων & Καπνοπωλών Κρήτης κ. Ελένη Χαιρέτη για να δώσουν τη δική τους εικόνα επί του ζητήματος.
Ταυτόχρονα, συνομιλήσαμε και με τον κ. Νίκο Παπανικολάου, κλινικό ψυχολόγο, για την ένταση του φαινομένου στους ανήλικους, τις αναπτυξιακές επιπτώσεις, την οικογενειακή αλλά και την κοινωνική διάσταση σε ένα πρόβλημα το οποίο αυξάνεται με μεγάλη ένταση.
Έκκληση για τήρηση του νόμου απευθύνουν οι προέδροι
Η πρόεδρος του Συνδέσμου Επισιτισμού και Διασκέδασης Νομού Ηρακλείου, κ. Μαρία Αντωνακάκη, μιλά με ρεαλισμό για το τι συμβαίνει στην πράξη.
Η ίδια περιγράφει πως «εδώ στο Ηράκλειο τα καταστήματα εστίασης τηρούν τους ελέγχους των ταυτοτήτων προκειμένου να δώσουν αλκοόλ. Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο μας έχει απασχολήσει πάρα πολύ καιρό τώρα ως Σύλλογο, ο νόμος προβλέπει ότι δεν επιτρέπεται παιδιά κάτω των 18 να μπουν σε μαγαζιά διασκέδασης, δηλαδή στα μπαρ και τα κλαμπ».
Ωστόσο, η ίδια φαίνεται να μην εθελοτυφλεί, αφού παραδέχεται πως «στο Ηράκλειο υπάρχουν κάποια καταστήματα τα οποία απευθύνονται στη νεολαία και ίσως κάποιες φορές να μην τηρούν τόσο αυστηρά το πλαίσιο, είναι όμως μεμονωμένα περιστατικά και δεν αντιπροσωπεύουν το υπόλοιπο των καταστηματαρχών. Στην πλειοψηφία των μαγαζιών τηρείται και εφαρμόζεται ο νόμος».
Ο Σύνδεσμος, όπως η ίδια τονίζει, «εθιστά την προσοχή στους καταστηματάρχες, επειδή γίνονται έλεγχοι. Είναι δυσάρεστο να βρίσκονται υπόλογοι από τις αστυνομικές Αρχές και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Τους συστήνουμε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί διότι εκθέτουν και τους υπόλοιπους. Επίσης, για λόγους ασφαλείας, καλό θα ήταν να μην επιτρέπονται τα παιδιά κάτω των 18 να μπαίνουν ασυνόδευτα σε τέτοιους χώρους».
Σύμφωνα με πληροφορίες, μετά το θανατηφόρο περιστατικό μέθης στην Αθήνα, που είχε την τραγική αυτή κατάληξη, τα καταστήματα εστίασης εμφανίζονται ιδιαίτερα θορυβημένα και έτσι «κάποια μαγαζιά που κυρίως απευθύνονται στη νεολαία δε ρισκάρουν να βάζουν ανήλικα παιδιά μέσα».
Σε κάθε περίπτωση, η κ. Αντωνακάκη περιγράφει μια αγορά που προσπαθεί να αυτορυθμιστεί, γνωρίζοντας πως η ευθύνη της υπερβαίνει τα όρια του επαγγελματικού καθήκοντος. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, η πραγματικότητα στα σημεία πώλησης αλκοόλ είναι πιο σύνθετη.
Η κ. Ελένη Χαιρέτη, πρόεδρος του Σωματείου Περιπτερούχων και Καπνοπωλών Κρήτης, μιλά για το άλλο μεγάλο μέτωπο, εκεί όπου ο έλεγχος είναι δύσκολος, καθημερινός και, συχνά, επικίνδυνος, αναφερόμενη στην πώληση αλκοόλ σε ανηλίκους από τα περίπτερα του νησιού.
Η ίδια σημειώνει πως «ήδη έχουμε επισημάνει στα καταστήματά μας ότι απαγορεύεται και το ποτό και ο καπνός κάτω των 18 ετών. Από την εμπειρία τη δική μου πρέπει να πούμε ότι πολλές φορές έρχονται και ζητάνε ποτό ανήλικα παιδιά και δεν τους δίνω. Εδώ παρατηρείται και η περίπτωση ότι μπορεί να στείλουν κάποιον ενήλικα για να πάρει αυτό που δεν τους έδωσα – συμβαίνει κι αυτό. Επίσης, σε άλλες περιπτώσεις, όταν δεν υπάρχει ενήλικας και δεν τους δώσεις, έρχονται με άγριες διαθέσεις και σπάνε το μαγαζί ή σε βρίζουν. Η κατάσταση είναι αλυσίδα».
Η ίδια μάλιστα υπερασπίζεται τη θέση της να γίνονται εντατικοί έλεγχοι στις ταυτότητες «και να μη δίνουν οι περιπτερούχοι αλκοόλ σε ανηλίκους». Χαρακτηριστικά υπογραμμίζει: «Εάν υπάρχουν συνάδελφοι που πουλάνε σε ανήλικους είναι εις βάρος του καταστήματος και είναι λάθος να κοιτάμε το οικονομικό και όχι το κοινωνικό όφελος, διότι ένα παιδί μπορεί να κινδυνέψει σοβαρά. Μία τέτοια στάση δεν είναι αντιπροσωπευτική. Δεν είναι σωστό να πουλάμε τσιγάρα, ποτά ή οτιδήποτε άλλο που κάνει κακό στην υγεία των παιδιών».
Τα λόγια της αποτυπώνουν τη σκληρή καθημερινότητα ενός συστήματος που στηρίζεται περισσότερο στην ατομική ευθύνη παρά στον έλεγχο των αρμοδίων, με τα οικονομικά κέρδη να υπερτερούν στα χέρια των λίγων, στιγματίζοντας τους πολλούς και θέτοντας σε κίνδυνο εφήβους, οι οποίοι βρίσκονται ήδη σε μια ευάλωτη ηλικία, όπου, ενώ θα έπρεπε να ανακαλύπτουν τον κόσμο με ασφάλεια, βρίσκουν εύκολα το ποτό, το θεωρούν “μέρος της διασκέδασης” και συχνά, μέσο αποδοχής.
Τα ποσοστά είναι ανησυχητικά
Γι’ αυτό το μέσο “αποδοχής” και του “ανήκειν” μίλησε ο κλινικός ψυχολόγος, κ. Νίκος Παπανικολάου, ο οποίος έθεσε στο προσκήνιο τρεις παράγοντες πρόβλεψης: τον γενετικό, τον κοινωνικό και τον περιβαλλοντικό, κάνοντας λόγο για ένα φαινόμενο το οποίο δεν είναι πλέον περιθωριακό, αλλά μαζικό και κοινωνικά ανεκτό.
Μάλιστα, ο ίδιος, επικαλούμενος πρόσφατη έρευνα του ESPAD, αναφέρεται σε ένα «σοβαρό φαινόμενο μέθης των ανηλίκων στην Ελλάδα, δεδομένου ότι στη βάση των ερευνών φαίνεται ότι το ποσοστό των 16χρονων που έχουν καταναλώσει αλκοόλ φτάνει στο 59%. Επίσης, φαίνεται ότι, ενώ το 43% έχουν καταναλώσει πολύ πρόσφατα αλκοόλ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στην Ελλάδα έχουμε φτάσει στο 59%».
Πάνω σε αυτά τα πλαίσια της έρευνας, ο ίδιος αναφέρει ως δεύτερη διαπίστωση πως «η ψαλίδα, η οποία υπήρχε μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, με τα αγόρια να κατέχουν υψηλότερες θέσεις “παραδοσιακά” όσον αφορά στις καταναλώσεις αλκοόλ, φαίνεται ότι αυτή έχει ισορροπήσει τα τελευταία χρόνια και μάλλον έχουμε ίδια ποσοστά με 1-2% διαφορά». Τα ποσοστά των 16χρονων που κατά το τελευταίο τρίμηνο έχουν καταναλώσει πάνω από 5 ποτά κατά περίσταση ανέρχεται στο 37% στην Ελλάδα, ενώ ο μ.ό. για την Ευρώπη ανέρχεται στο 30%.
Ωστόσο, παρατηρείται πως «στην περίπτωση ακραίας κατανάλωσης, τα αγόρια είναι με 4% πιο πάνω, δηλαδή 39% στα αγόρια και 35% στα κορίτσια», ενώ «αυτό που επίσης φαίνεται στην εν λόγω έρευνα είναι ότι ένα πολύ υψηλό ποσοστό του 92% έχουν δηλώσει ότι είναι πάρα πολύ εύκολο να βρουν αλκοόλ εφόσον το θελήσουν».
Τα ψυχολογικά αίτια ενός βαθιά κοινωνικού προβλήματος
Πέραν των στατιστικών δεδομένων, το πρόβλημα αποκτά μεγάλο βάθος όταν αντιληφθεί κανείς την κοινωνική διάσταση, όπου η μέθη των ανηλίκων δεν είναι μόνο ατομικό ή οικογενειακό πρόβλημα, είναι κοινωνικό σύμπτωμα. Η κουλτούρα της “χαλαρής διασκέδασης”, η ανοχή των ενηλίκων, αλλά και η εμπορική διάσταση που επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση στο αλκοόλ, συνθέτουν ένα περιβάλλον όπου το ποτό δε θεωρείται επικίνδυνο, αλλά σχεδόν αναμενόμενο.
Στην Ελλάδα, το τραπέζι, η παρέα, το πανηγύρι, το γλέντι, όλα συνδέονται με το αλκοόλ. Από το κρασί του παππού στο οικογενειακό δείπνο μέχρι το ποτό του 15χρονου στο πάρτι, η γραμμή που χωρίζει τη “μύηση” από την επικίνδυνη κατανάλωση είναι λεπτή και συχνά αόρατη.
Ο κ. Παπανικολάου επισημαίνει ότι η πρώτη επαφή με το αλκοόλ έρχεται σε ηλικίες μικρές, όπως τα 12 χρόνια – ακόμη και 10, σε κάποιες αγροτικές περιοχές.
Όπως τονίζει, «αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όποιος έχει ξεκινήσει να δοκιμάζει έστω και περιστασιακά αλκοόλ είναι πιο ευάλωτος ώστε να γίνει αλκοολικός σε μεγαλύτερη ηλικία».
Η οικογένεια, όπως λέει ο κ. Παπανικολάου, παίζει καθοριστικό ρόλο, όχι μόνο μέσω του παραδείγματος που δίνει, αλλά και μέσα από τη σιωπηρή αποδοχή.
Οι γονείς, πολλές φορές, αντιλαμβάνονται το πρόβλημα μόνο όταν έχει γίνει πια εμφανές, όταν η μέθη δεν είναι περιστασιακή, αλλά σύμπτωμα, ενώ αντί να λειτουργούν ως ανάχωμα, πολλές οικογένειες μετατρέπουν την εξάρτηση του παιδιού σε “σκιά”, που καλύπτει άλλα προβλήματα: συγκρούσεις, έλλειψη επικοινωνίας και συναισθηματική αποξένωση.
Ο κλινικός ψυχολόγος σημειώνει, ωστόσο, και τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο οι γενετικοί-περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες λειτουργούν ως συνάρτηση που συχνά μεγεθύνουν το ζήτημα.
Χαρακτηριστικά, ο ίδιος σημειώνει ότι στον τομέα των γενετικών παραγόντων «κάποια γονίδια, τα οποία έχουμε ή δεν έχουμε, ευθύνονται για το 40-60%», ενώ όσον αφορά τους κοινωνικούς παράγοντες, εδώ στο επίκεντρο τίθεται το φαινόμενο και η ανάγκη «που αφορά την κοινωνική αποδοχή και το πώς συνευρίσκομαι με τους υπολοίπους».
Ως προς αυτά ο κ. Παπανικολάου αναφέρει πως «άτομα τα οποία έχουν οικογενειακό ιστορικό, δηλαδή πίνει ένας από τους δύο γονείς, τα παιδιά έχουν έως και 50% αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αλκοολισμού», και τούτο διότι δημιουργείται από μικρή ηλικία μια εικόνα την οποία ο έφηβος ή ο ενήλικας έχει «οικειοποιηθεί και απενοχοποιήσει».
«Είναι μια εικόνα η οποία είναι πολύ οικεία πλέον, επομένως εγώ πολύ εύκολα μετά θα ξαναμπώ σε μια διαδικασία που μου είναι πολύ γνωστή, προκειμένου να ξεπεράσω κάποια προβλήματα που βρίσκονται στην αναπτυξιακή μου πορεία», υπογραμμίζει.
Ως εκ τούτου, στο επίκεντρο των λόγων που οδηγούν στο φαινόμενο χρήσης του αλκοόλ από ανηλίκους τοποθετούνται τα ψυχολογικά αίτια, που χαρακτηρίζονται ως «πάρα πολύ βασικά», αποτελώντας μάλιστα και το “κουβάρι” που καλούνται να ξετυλίξουν οι ψυχολόγοι ή ψυχίατροι, προκειμένου να κατανοήσουν την πηγή του ζητήματος.
Μια από τις πιο αιχμηρές παρατηρήσεις του κ. Παπανικολάου είναι πως για τους εφήβους το ποτό δεν είναι απλώς διασκέδαση, αλλά μηχανισμός αυτοθεραπείας.
Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η ανάγκη αποδοχής, η δυσκολία επικοινωνίας τούς παρασύρουν να προσφεύγουν στο αλκοόλ ως εύκολο εργαλείο κοινωνικότητας και τούτο διότι το ποτό μειώνει τις άμυνες, προσφέρει μια ψευδαίσθηση αυτοπεποίθησης.
Όπως υποστηρίζεται, «η χαμηλή αυτοεκτίμηση συνδέεται με παράγοντα κινδύνου και προφανώς η υψηλή αυτοεκτίμηση είναι μια θωράκιση απέναντι στη χρήση του αλκοόλ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δεξιότητες διαχείρισης προβλημάτων είναι θετικοί παράγοντες, που μας θωρακίζουν απέναντι στις καταχρήσεις και εξαρτήσεις οποιουδήποτε είδους, συμπεριλαμβανομένου του αλκοόλ».
Κρίσιμη η επίδραση και στην ανάπτυξη του εγκεφάλου
Ωστόσο, το πρόβλημα γίνεται βαθύτερο εφόσον διαπιστωθούν οι αρνητικές επιδράσεις του αλκοόλ στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, όπου «έχουμε πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις στον εφηβικό εγκέφαλο, που δεν έχει ολοκληρωθεί η ανάπτυξή του και υπάρχουν πολύ μεγάλες επιπτώσεις στην υγεία.
Πρώτον, στη λήψη των αποφάσεων υπάρχει βλάβη στον προμετωπιαίο λοβό, όπου είναι και το κομμάτι του εγκεφάλου το οποίο συνδέεται με την κρίση μας, τον έλεγχο των παρορμήσεων, όπου η παρορμητικότητα είναι ένα χαρακτηριστικών των εφήβων καθώς έχει ατελώς αναπτυχθεί στον προμετωπιαίο λοβό».
Εδώ τοποθετείται «η αύξηση των ριψοκίνδυνων συμπεριφορών, όπως τα τροχαία ατυχήματα, τα οποία μέχρι τα 25 είναι η πρώτη αιτία θανάτου», εξηγώντας ότι «ένας έφηβος, ο οποίος ήδη έχει φυσιολογικά ατελή ανάπτυξη στον προμετωπιαίο λοβό, έχει πολύ πιο μεγάλη πιθανότητα να εμπλακεί σε βίαια περιστατικά εφόσον κάνει χρήση αλκοόλ».
Το επόμενο είναι η μάθηση και η μνήμη και οι δομικές αλλαγές στον βαθύ εγκέφαλο, όπου εδώ το αλκοόλ επιδρά «στον ιππόκαμπο, όπου έχει καθυστερημένη λεκτική εκμάθηση».
Και τελευταίο «είναι η μείωση της ικανότητας της επιθυμιακής αναστολής, δηλαδή η επεξεργασία των πράξεων πριν κάνω κάτι, σε συνάρτηση με τη μείωση της συγκέντρωσης και την αυξημένη παρορμητικότητα και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, είτε έμμεσα (δηλαδή μείωση των αναστολών) είτε άμεσα (όπου ο εγκέφαλος δε λειτουργεί τόσο καλά)».
Εδώ αποκαλύπτεται και άλλη μια κρυφή πτυχή, αυτή της σεξουαλικής έκθεσης και της σεξουαλικής βίας, όπου οι μειωμένες αναστολές από τη χρήση αλκοόλ λειτουργεί ως «πολλαπλασιαστής κινδύνου».
Όπως τονίζει ο κ. Παπανικολάου, «στον εφηβικό εγκέφαλο όλα αυτά είναι πολύ πιο έντονα και πολύ πιο καταστροφικά, διότι μπορούν να προκύψουν χίλια δυο θέματα τα οποία τραυματίζουν την εφηβική ψυχολογία, τη σεξουαλικότητα για την υπόλοιπη ζωή».
Ανάγκη για πρόληψη σε βάθος χρόνου – Ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου
Στον τομέα της πρόληψης, ο κλινικός ψυχολόγος κ. Νίκο Παπανικολάου εμφανίζει ένα συχνό παράδοξο: «Πολλές φορές οι οικογένειες σιωπηλά συναινούν στη χρήση του αλκοόλ από μικρές ηλικίες. Είναι ο πατέρας ή η μητέρα που μπορεί να έχουν κακή σχέση με το αλκοόλ. Είναι τα κοινωνικά “πρέπει” που υπάρχουν, όπου εκεί μπορεί κάποιος να πει “εντάξει το παιδί μας έχει σχέση με το αλκοόλ, δεν πειράζει το κάνει και το άλλο”».
Σημαντικός είναι και ο ρόλος του σχολείου ως παράγοντας αναστροφής συμπεριφορών – μια διαδικασία η οποία είναι δύσκολη ακριβώς λόγω της φύσης της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του παιδιού από πολύ μικρή ηλικία. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παπανικολάου, το σχολείο δεν μπορεί εύκολα να αναστείλει, μπορεί ωστόσο να λειτουργήσει προληπτικά στη διαμόρφωση και επιρροή του παιδιού, ώστε να αναγνωρίζει τέτοιου είδους κινδύνους.
«Μιλάμε για την ανάγκη ύπαρξης ενός προγράμματος το οποίο θα κρατάει 2-3 χρόνια… προγράμματα τα οποία θα ξεκινήσουν από μικρή ηλικία, σε παιδιά των 7-8-9 ετών και φτάνουμε σιγά-σιγά ώστε να έχουμε κάποιο αποτέλεσμα. Εδώ χρειάζεται κεντρικός σχεδιασμός, σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας», λέει χαρακτηριστικά.
Source link

