Ζήτημα πολιτιστικής δικαιοσύνης και σεβασμού της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς
Η συνεχιζόμενη άρνηση της βρετανικής κυβέρνησης να επιστρέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα αποτελεί μια στάση που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί με όρους πολιτιστικής δικαιοσύνης ή ηθικής ευθύνης. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν είναι απλώς έργα τέχνης, αποτελούν ζωντανά τμήματα ενός μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ενός αρχιτεκτονικού και καλλιτεχνικού συνόλου που δημιουργήθηκε ως ενιαίο σύμβολο της αθηναϊκής δημοκρατίας και του κλασικού πνεύματος. Ο διαμελισμός τους, η παρουσία τους μακριά από τον φυσικό και ιστορικό τους χώρο, συνιστά μια πληγή που παραμένει ανοιχτή επί δύο αιώνες.
Τα επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου περί «παγκόσμιας πρόσβασης» και «διαφύλαξης» του πολιτισμού φαίνονται πλέον ξεπερασμένα. Στην εποχή της διεθνούς συνεργασίας και της ψηφιακής τεχνολογίας, η ιδέα ότι η διατήρηση ενός πολιτιστικού θησαυρού απαιτεί την κατοχή του από μια ξένη δύναμη μοιάζει με θλιβερό απομεινάρι αποικιοκρατικής λογικής, που εκθέτει ανεπανόρθωτα το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, το Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα, σύγχρονο, ασφαλές και ειδικά σχεδιασμένο για τη φιλοξενία των Γλυπτών, έχει αποδείξει ότι η Ελλάδα είναι απόλυτα ικανή να τα προστατεύσει και να τα αναδείξει στο φυσικό τους περιβάλλον, με φόντο τον ίδιο τον Παρθενώνα.
Η επιστροφή των Γλυπτών δεν είναι απλώς θέμα ιδιοκτησίας, αλλά ζήτημα ηθικής αποκατάστασης και σεβασμού προς την πολιτιστική ακεραιότητα. Θα αποτελούσε πράξη υψηλού πολιτισμού και διεθνούς ωριμότητας, ένα μήνυμα ότι οι λαοί μπορούν να υπερβούν το παρελθόν και να επουλώσουν τα τραύματά του μέσα από τον διάλογο και τη συνεργασία. Η Βρετανία, μια χώρα με πλούσια παράδοση και βαθιά σχέση με την τέχνη, έχει σήμερα την ευκαιρία να σταθεί στη σωστή πλευρά της ιστορίας, επιστρέφοντας τα Γλυπτά εκεί όπου πραγματικά ανήκουν: στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Ηθική αποκατάσταση και διεθνής πίεση
Η Ελλάδα οφείλει να εντείνει τη διπλωματική της δράση με τρόπο συντονισμένο, θεσμικό και ταυτόχρονα δυναμικό. Η διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα δεν είναι μόνο εθνικό ζήτημα, αλλά υπόθεση διεθνούς πολιτιστικής δικαιοσύνης. Η ελληνική κυβέρνηση, μέσω του υπουργείου Πολιτισμού και του υπουργείου Εξωτερικών, θα μπορούσε να επιδιώξει μια ευρύτερη ευρωπαϊκή και διεθνή συμμαχία, ενεργοποιώντας την UNESCO και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να τεθεί το θέμα σε πολιτικό επίπεδο, πέρα από το στενό πλαίσιο των διμερών σχέσεων.
Η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μέσο πίεσης, αν και το νομικό πλαίσιο είναι περίπλοκο, καθώς τα Γλυπτά αφαιρέθηκαν πριν από τη σύσταση των σύγχρονων ευρωπαϊκών θεσμών. Ωστόσο, μια διεθνής νομική πρωτοβουλία, ακόμη και συμβολικού χαρακτήρα, θα μπορούσε να ενισχύσει την ηθική διάσταση του αιτήματος.
Παράλληλα, η Ελλάδα θα έπρεπε να υιοθετήσει μια πιο εξωστρεφή στρατηγική δημοσιότητας. Καμπάνιες, συνεργασίες με διακεκριμένους καλλιτέχνες και ακαδημαϊκούς, και αξιοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης για τη διαμόρφωση παγκόσμιας κοινής γνώμης. Η ηθική πίεση της διεθνούς κοινότητας, σε συνδυασμό με τη σταθερή διπλωματική στάση, μπορεί να φέρει τη Βρετανία αντιμέτωπη με το αναπόφευκτο αίτημα της ιστορικής αποκατάστασης.
Ιστορικά επιχειρήματα υπό αμφισβήτηση
Η βρετανική κυβέρνηση, εδώ και περισσότερα από διακόσια χρόνια, στηρίζει τη στάση της πάνω σε δύο ιστορικά σαθρά επιχειρήματα, που εξυπηρετούν τη διατήρηση ενός πολιτιστικού σφετερισμού. Το πρώτο ψεύδος αφορά το περιβόητο “φιρμάνι” των Οθωμανών, το οποίο, αν πράγματι υπήρξε ποτέ στην αυθεντική του μορφή, δεν αποτελούσε άδεια αφαίρεσης των Γλυπτών, αλλά απλή έγκριση για “σχεδιασμό και αποτύπωση” των μνημείων. Το έγγραφο που επικαλείται ο Έλγιν δεν είναι το ίδιο το φιρμάνι, αλλά μια ιταλική μετάφραση, χωρίς σφραγίδες, υπογραφές ή νομική ισχύ. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει καμία τεκμηριωμένη απόδειξη ότι οι Οθωμανοί επέτρεψαν τη λεηλασία των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Το δεύτερο επιχείρημα, ότι τα Γλυπτά αφαιρέθηκαν δήθεν για να σωθούν από την οθωμανική αδιαφορία, είναι εξίσου ανυπόστατο και αποικιοκρατικό. Οι ζημιές που υπέστησαν τα Γλυπτά δεν οφείλονταν σε βανδαλισμούς των Οθωμανών, αλλά στην ίδια τη διαδικασία αφαίρεσης από τους ανθρώπους του Έλγιν, που τα έκοψαν βίαια με πριόνια και λοστούς. Η «προστασία» που επικαλούνται οι Βρετανοί ήταν στην πραγματικότητα καταστροφή και ιδιοποίηση.
Η επιμονή στη διατήρηση αυτών των μύθων φανερώνει όχι μόνο άρνηση ανάληψης ιστορικής ευθύνης, αλλά και έναν βαθύτερο φόβο: Ότι η παραδοχή της αλήθειας θα σήμαινε το τέλος μιας μακράς πολιτιστικής αυταπάτης και την ηθική υποχρέωση επιστροφής των Γλυπτών εκεί όπου ανήκουν, στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Η πολιτιστική αξία των Γλυπτών
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν όχι απλώς ανεκτίμητα έργα τέχνης, αλλά το ζωντανό σώμα και πνεύμα του ελληνικού πολιτισμού. Είναι η ενσάρκωση της κλασικής αρμονίας, της αισθητικής τελειότητας και της φιλοσοφικής θεώρησης του ανθρώπου και του θείου, όπως αυτά εκφράστηκαν στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Ο Παρθενώνας, αφιερωμένος στην Αθηνά Παρθένο, δεν ήταν απλώς ένας ναός, ήταν σύμβολο της Δημοκρατίας, της ελευθερίας της σκέψης και της δημιουργικής υπέρβασης του ανθρώπου. Τα Γλυπτά αποτελούν οργανικό μέρος αυτού του συμβόλου, σχεδιασμένα ως ενιαίο σύνολο με το ίδιο το μνημείο, αρχιτεκτονικά, καλλιτεχνικά και πνευματικά αδιάσπαστα.
Η αφαίρεσή τους από τον κόμη του Έλγιν, υπό συνθήκες αμφισβητούμενης νομιμότητας και προφανούς ηθικής αυθαιρεσίας, συνιστά πράγματι ακρωτηριασμό ενός πολιτιστικού σώματος. Η παρομοίωση του αείμνηστου συγγραφέα Κρίστοφερ Χίτσενς είναι απολύτως εύστοχη: «Το να αφαιρέσεις τα Γλυπτά από τον Παρθενώνα ισοδυναμεί με το να κόψεις τη Μόνα Λίζα στη μέση και να εκθέσεις το ένα της μισό σε άλλη ήπειρο. Χάνεται η ενότητα, η πρόθεση του δημιουργού, το νόημα του ίδιου του έργου».
Για την Ελλάδα, τα Γλυπτά δεν είναι μουσειακά αντικείμενα, αλλά ιερά σύμβολα της πολιτιστικής της ψυχής. Η επιστροφή τους δεν αφορά μόνο την αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας, αλλά την αποκατάσταση της ίδιας της αρμονίας και της πληρότητας του Παρθενώνα, της κορυφαίας έκφρασης του ανθρώπινου πνεύματος.
Η παρακαταθήκη της Μελίνας Μερκούρη
Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε η ψυχή και το πρόσωπο του αγώνα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Με το πάθος και το διεθνές κύρος της, κατάφερε να μετατρέψει ένα εθνικό ζήτημα σε παγκόσμια ηθική υπόθεση, θέτοντας τις βάσεις για έναν διάλογο που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από τότε, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου έχουν γνωρίσει περιόδους αναζωπύρωσης, αλλά και μακράς στασιμότητας. Αν και η Ελλάδα έχει επιδείξει συνέπεια και σοβαρότητα, συχνά οι κυβερνήσεις της έδρασαν με υπερβολική επιφυλακτικότητα, προτιμώντας τον δρόμο της «ήπιας διπλωματίας», αντί μιας πιο αποφασιστικής, διεθνούς εκστρατείας.
Οι Βρετανοί, επικαλούμενοι τη νομιμότητα της απόκτησης και τον νόμο περί προστασίας των συλλογών του Βρετανικού Μουσείου, έχουν αποφύγει κάθε ουσιαστική δέσμευση, παρότι η βρετανική αλλά και η διεθνής κοινή γνώμη έχει μετακινηθεί σαφώς υπέρ της επιστροφής. Εντωμεταξύ, η Ελλάδα έχει δημιουργήσει το Μουσείο της Ακρόπολης, ένα αδιάσειστο επιχείρημα υπέρ της ικανότητάς της να διαφυλάξει και να αναδείξει τα Γλυπτά.
Ίσως πράγματι οι ελληνικές κυβερνήσεις να στάθηκαν υπερβολικά φειδωλές στην άσκηση πολιτικής πίεσης. Ο καιρός απαιτεί μια πιο ενεργή στρατηγική. Διεθνείς συμμαχίες, δυναμική παρουσία στα Μέσα Ενημέρωσης και αξιοποίηση της πολιτιστικής διπλωματίας. Η παρακαταθήκη της Μελίνας Μερκούρη υπενθυμίζει ότι ο αγώνας αυτός δεν είναι μόνο για την τέχνη, αλλά για την ίδια την αξιοπρέπεια ενός πολιτισμού.
Ώρα για αποφασιστική δράση
Η δήλωση του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Γουίλκινσον, ο οποίος στις 7 Νοεμβρίου θα ανεβάσει ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ στους κινηματογράφους της Βρετανίας και της Ιρλανδίας με τον τίτλο “The Marbles”, και η αποκάλυψη πρώην μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Βρετανικού Μουσείου αποτελούν ισχυρό μήνυμα. Ακόμη και μέσα από τον ίδιο τον βρετανικό πολιτιστικό και πολιτικό χώρο υπάρχει αναγνώριση ότι η διατήρηση των Γλυπτών στην Αγγλία είναι ηθικά και ιστορικά αβάσιμη. Η αναφορά στην επιστροφή των Γλυπτών από το Βατικανό ενισχύει το επιχείρημα ότι οι μεγάλες πολιτιστικές δυνάμεις μπορούν και πρέπει να επανορθώσουν ιστορικές αδικίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση έχει πλέον μια ισχυρή βάση για να δράσει αποφασιστικά. Η υποβολή ενός επίσημου αιτήματος προς τη Βρετανία, συνοδευόμενου από διεθνή υποστήριξη και τεκμηριωμένα επιχειρήματα για την ιστορική, πολιτιστική και ηθική διάσταση του ζητήματος, θα ήταν όχι μόνο λογική, αλλά και απαραίτητη κίνηση. Η Ελλάδα διαθέτει πλέον όλα τα εχέγγυα, από το Μουσείο της Ακρόπολης έως τη διεθνή κοινή γνώμη, για να ενισχύσει την πίεση και να δημιουργήσει μια πολιτική και ηθική δυναμική που θα καθιστά όλο και πιο δύσκολη την άρνηση της Βρετανίας.
Με άλλα λόγια, η ώρα για ήπιες εκκλήσεις έχει περάσει. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να απαιτήσει με τον πιο επίσημο τρόπο την επιστροφή των Γλυπτών, προβάλλοντας το αίτημα ως ζήτημα διεθνούς δικαιοσύνης και σεβασμού της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Για τον αξιότιμο πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Κιρ Στάρμερ ήρθε η ώρα να αποδείξει πρώτα ότι είναι πρωθυπουργός μιας χώρας που σέβεται το δίκαιο και την ηθική και μετά είναι δικαίωμά του να κάνει ανατολίτικα παζάρια πουλώντας όπλα στον Ισλαμιστή δικτάτορα της Τουρκίας και προστάτη της Χαμάς.
Source link

