Στο προηγούμενο δημοσίευμα, με τίτλο «Ένας Ιταλός βοτανολόγος στο Ρέθυμνο το 1893», (Ρ.Ν., φ. 25-10-2025) αναφερθήκαμε στο πρώτο ταξίδι του βοτανολόγου και γεωγράφου Αntonio Baldacci στην Κρήτη, το καλοκαίρι του 1983. Για να ολοκληρώσει τις μελέτες του, ο Μπαλντάτσι θα επιστρέψει στο νησί έξι χρόνια
αργότερα, το καλοκαίρι του 1899. Από το δεύτερο αυτό ταξίδι του μάλιστα, σώζεται μια συλλογή φωτογραφιών, η οποία φυλάσσεται στο Φωτογραφικό Αρχείο της Ιταλικής Γεωγραφικής Εταιρείας (Societa Geografica Italiana) και περιέχει 40 διαφάνειες και 14 αρνητικά. Από τη συλλογή αυτή προέρχονται οι εικόνες που συνοδεύουν το σημερινό δημοσίευμα.
Το δεύτερο ταξίδι στην Κρήτη. Φυτογεωγραφικές διαδρομές
Ο Μπαλντάτσι αναχώρησε από τη Μπολόνια στις 23 Μαΐου με κατεύθυνση τους Αγίους Σαράντα, όπου επιβιβάστηκε στο πλοίο για Κέρκυρα, Πάτρα, Πειραιά, Χανιά, Ρέθυμνο και Κάντια (Ηράκλειο), όπου και αποβιβάστηκε στις 28 του ίδιου μήνα. Την επόμενη κιόλας ημέρα ξεκίνησε την πρώτη μιας σειράς 12 διαδρομών στην ανατολική Κρήτη, καταλήγοντας στις αρχές Ιουλίου στη Νίδα και στα Ανώγεια. Από την κορυφή της Ίδης, κατέβηκε στις 8 Ιουλίου στη Βισταγή Αμαρίου, απ᾽όπου ξεκίνησε την επομένη για το Ρέθυμνο, ακολουθώντας τη διαδρομή που είχε πραγματοποιήσει και στο πρώτο του ταξίδι στην Κρήτη, τον Αύγουστο του 1893. Στις 10 Ιουλίου ξεκίνησε από τα Ρεθεμνιώτικα με κατεύθυνση τον Αποκόρωνα και κατόπιν τα Σφακιά, μέσω του φαραγγιού της Σαμαριάς. Στο τελευταίο μέρος του ταξιδιού του, πέρασε από τους Λάκκους και τη Φουρνέ, καταλήγοντας στα Χανιά, απ᾽ όπου απέπλευσε στις 14 του ίδιου μήνα.
Ο Μπαλντάτσι σχεδίασε τις διαδρομές του στο νησί με γνώμονα τα βοτανολογικά του ενδιαφέροντα και με στόχο να δημοσιεύσει τα στοιχεία που θα συνέλεγε.
Στη μελέτη του με τίτλο Φυτογεωγραφικά δρομολόγια του δεύτερου ταξιδιού μου στην Κρήτη, 1899 (Itinerari fitogeografici del mio secondo viaggio in Creta, 1899), ο Μπαλντάτσι δίνει λεπτομέρειες για τη χλωρίδα του νησιού και περιγράφει τα φυτά που συνάντησε στις περιοχές που επισκέφτηκε. Στην Εισαγωγή του, ο Μπαλντάτσι αναφέρει μεταξύ άλλων: « […] έξι χρόνια μετά το πρώτο μου ταξίδι, επέστρεψα με σκοπό να διερευνήσω για δεύτερη φορά την ιδιαίτερη χλωρίδα της Κρήτης, η οποία είχε τόσο πολύ προσελκύσει την προσοχή βοτανολόγων και είχε δώσει τόση αξιοσημείωτη ώθηση στη βοτανική. Αυτή τη φορά, με βάση την Κάντια (Ηράκλειο), εξερεύνησα κυρίως το ανατολικό τμήμα, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στο τμήμα Λασιθίου, στις ανατολικές πλαγιές του Ψηλορείτη και στη νότια περιοχή του Ριζοκάστρου. Κατόπιν, κινήθηκα στην περιοχή του Σελίνου και, μέσω του φαραγγιού, στην περιοχή των Σφακίων. Τώρα, που γνωρίζω όλες σχεδόν τις όμορφες επαρχίες της Κρήτης, θα ξεκινήσω τη δημοσίευση μιας σειράς έργων, που, βασιζόμενα στο ταξίδι του 1899, στοχεύουν να συμπεριλάβουν όλα όσα έχουν έρθει στο φως μέχρι στιγμής για τη χλωρίδα του νησιού». Η μελέτη του Antonio Baldacci, Itinerari fitogeografici del mio secondo viaggio in Creta, (Φυτογεωγραφικές διαδρομές από το δεύτερό μου ταξίδι στην Κρήτη), ανακτήθηκε σε ψηφιακή μορφή από τη Βιβλιοθήκη Arnold Arboretum του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Στο πλαίσιο του παρόντος δημοσιεύματος ωστόσο, δεν θα σταθούμε στις φυτογεωγραφικές
αυτές διαδρομές του, όσο σε παρατηρήσεις του που αφορούν την κατάσταση στην Κρήτη την επαύριο της τελευταίας επανάστασης, η οποία έθεσε τέρμα στην Οθωμανική κυριαρχία στο νησί και την υπαγωγή του σε καθεστώς ημιαυτονομίας, υπό τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η Κρήτη μετά την τελευταία επανάσταση
Σε δημοσίευμά του με τίτλο Η Κρήτη μετά την τελευταία επανάσταση (Creta dopo l’ ultima insurrezione), το οποίο εκδόθηκε το 1901 από την Ιταλική Γεωγραφική Εταιρεία (αντίτυπό του περιλαμβάνεται και στη συλλογή Γ. Εκκεκάκη, Κ-938.527 BAL), ο Μπαλντάτσι περιγράφει τις διαφοροποιήσεις που εντοπίζει, με ευαισθησία, γλαφυρότητα, αλλά και με τα μάτια του ανθρώπου που, έχοντας ήδη γνωρίσει τον τόπο έξι χρόνια πριν, έχει παρακολουθήσει και γνωρίζει τις εξελίξεις που έχουν μεσολαβήσει στο διάστημα αυτό.
Στη διαδικασία αυτή μπαίνει ήδη από τη στιγμή που ταξιδεύει προς την Κρήτη, τον Μάη του 1899:
«[…] Το κατάστρωμα, γεμάτο ταξιδιώτες, λές και βρίσκεσαι σε αγορά. Οι περισσότεροι είναι Κρητικοί που επιστρέφουν στην πατρίδα τους μετά το τέλος της επανάστασης.Είναι αργά το βράδυ, και όμως η φλυαρία και η συζήτηση δεν δείχνουν σημάδια κόπωσης. Σε μια γωνιά, τρεις Κρητικοί Μουσουλμάνοι φτιάχνουν έναν δικό τους κόσμο, κοιτάζουν αμέριμνοι και δεν λένε τίποτα, απορροφημένοι στην έκστασή τους.
ΠΡΏΤΕΣ ΕΙΚΌΝΕΣ ΑΠΌ ΤΑ ΧΑΝΙΆ
Kαθώς το πλοίο προσεγγίζει αρχικά τα Χανιά, ο Μπαλντάτσι παρατηρεί: « […] Η πλώρη είναι γεμάτη με κόσμο που δεν κρύβει τη χαρά του που βρίσκεται και πάλι κοντά στην πατρίδα του. Είμαστε στο λιμάνι. Οι τέσσερις σημαίες των προστάτιδων δυνάμεων, μαζί με αυτήν της Κρητικής Πολιτείας, είναι τα σύμβολα της νέας τάξης πραγμάτων. Ολόκληρη η πόλη, από τα σπίτια στις αποβάθρες μέχρι τα καλύβια πιό μέσα, είναι στολισμένη
με την εθνική σημαία, όπως σε μέρες μεγάλης γιορτής. Το πλήθος συνωστίζεται στις αποβάθρες, τους δρόμους και τα σοκάκια ανάμεσα σε ομάδες Ιταλών, Γάλλων, Άγγλων και Ρώσων στρατιωτών. Η ζωή και το εμπόριο έχουν ξαναρχίσει τον κανονικό τους ρυθμό. Οι καμένες γειτονιές αποκαθίστανται, η ειρήνη έχει επιστρέψει και έχει περάσει προ πολλού από τότε που ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης επιβιβάστηκε για την Ασία. Ένα πλοίο στο λιμάνι σαλπάρει φορτωμένο με Μουσουλμάνους, πλούσιους και φτωχούς, οι οποίοι, αφού πούλησαν την οικοσκευή τους σε δημοπρασία, εγκαταλείπουν τα σπίτια και τα χωράφια τους, θρηνώντας, περισσότερο από τη χαμένη τους περιουσία, τη γη όπου γεννήθηκαν και την οποία αποχαιρετούν οριστικά.

Και συνεχίζει, μεταφέροντας πληροφορίες που λαμβάνει από άτομα που ίσως γνωρίζει από την προηγούμενη επίσκεψή του: «Η Κρήτη οδεύει προς την πραγματοποίηση του πανάρχαιου ονείρου της, δηλαδή, να γίνει πλήρως χριστιανική. Φίλοι μου διηγούνται, κατά τη σύντομη στάση μας, την αγριότητα των γεγονότων που οδήγησαν στην ελευθερία, δείχνοντάς μου ερείπια που καπνίζουν ακόμα, σπίτια γκρεμισμένα κάτω από το
χαλάζι των σφαιρών, φτωχούς επιληπτικούς, ειδικά γυναίκες, που έγιναν έτσι από τη φρίκη των σφαγών. Στη συνέχεια θυμούνται την επέμβαση των ξένων δυνάμεων με τα πολεμικά πλοία που, πρώτα τα ιταλικά, συγκέντρωσαν τις χιλιάδες ανυπεράσπιστους και εκτοπισμένους πρόσφυγες, που αναζητούσαν καταφύγιο, τρομοκρατημένοι από την οργή του αγώνα. Άγγλοι στρατιώτες και μερικοί χωροφύλακες από τη νέα αστυνομική διοίκηση του νησιού επιβιβάζονται μαζί μας για τον Χάνδακα.
Είναι νέοι άνδρες, με φαρδιά μπλε παντελόνια, μπλε γιλέκο, ένα είδος καπέλου αστραχάν και ένα ελληνικό στρατιωτικό τουφέκι, που υπήρξε ιδανικό όπλο για τους Κρήτες μαχητές για την εξολόθρευση των Τούρκων. Από τα φαράγγια των Λευκών Ορέων, αδιαπέραστα για τους Τούρκους, οι Σφακανοί που κατοικούσαν σε αυτά, εισέβαλαν στον Βάμο, έδρα Τούρκου κυβερνήτη, και κατέστρεψαν τη φρουρά, βάζοντας όλη τη χριστιανική Κρήτη υπό τα όπλα. Κάθε εκκλησία, κάθε δέντρο, σπηλιά και βράχος, όλα έχουν μια επική ιστορία στον Αποκόρωνα, όπου η ελληνική ιδέα οφείλει ένα από τα πιο υπέροχα κεφάλαιά της».
Η ΠΕΔΙΑΔΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ
Λίγες μέρες αργότερα, όταν επισκέπτεται τη Μεσαρά στο πλαίσιο των φυτογεωγραφικών διαδρομών του, παρατηρεί: «Αυτή η περιοχή κατοικούνταν από Τούρκους πριν την τελευταία εξέγερση.Τα γεγονότα του πολέμου προκάλεσαν την καταστροφή των χωριών αυτών και ο μουσουλμανικός πληθυσμός μετανάστευσε στην Ασία. Οι Τουρκοκρητικοί καλλιεργούσαν τη γη τους πολύ καλά, κρίνοντας από τον πλούτο των λιβαδιών που σχηματίζονταν σε εδάφη που είχαν ήδη αποδώσει δημητριακά για πολλά χρόνια.Οι κατεστραμμένοι και απανθρακωμένοι ελαιώνες εξακολουθούν να δείχνουν πόσο υπέροχοι ήταν κάποτε».
Η ΡΩΣΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΚΑΙ ΟΙ… ΕΝΤΙΜΟΙ ΜΕΣΙΤΕΣ
Η παρατεταμένη παραμονή του πλοίου στο Ρέθυμνο λόγω βλάβης, η οποία και καθυστερεί τη μετάβασή του στο Ηράκλειο, όπου πρόκειται να αποβιβαστεί, δίνει την ευκαιρία στον Μπαλντάτσι για ορισμένες ακόμα παρατηρήσεις και σκέψεις: «Οι συνηθισμένες σημαίες κοντά στην ακρόπολη (φορτέτζα) που προεξέχει λίγο στη θάλασσα. Η μουσική της ρωσικής φρουράς παίζει στον νέο κήπο (περιοχή Σοχώρας) κοντά στο «παλάτι
της διοίκησης. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έχουν μοιράσει το νησί μεταξύ τους σαν έντιμοι μεσίτες. Οι Γάλλοι ελέγχουν το ανατολικό τμήμα από το ακρωτήριο Σίδερο μέχρι το Λασίθι, οι Άγγλοι από το Λασίθι μέχρι τον Ψηλορείτη, οι Ρώσοι από τον Ψηλορείτη μέχρι τα Λευκά Όρη και οι Ιταλοί το δυτικό τμήμα. Πρωτεύουσα παραμένουν τα Χανιά».
ΗΡΑΚΛΕΙΟ. ΟΙ ΣΩΡΟΙ ΤΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
Δεν θα μπορούσε βέβαια να μη μιλήσει για τις πρώτες εντυπώσεις του από την άφιξη και την εγκατάστασή του στο Ηράκλειο: «Ο θόρυβος της αλυσίδας της άγκυρας που αναζητά τον πάτο απέναντι από την Κάντια
(Ηράκλειο) μας ξυπνάει τα μεσάνυχτα. Φτάσαμε. Κατεβαίνουμε σιγά σιγά σε ένα καΐκι που γεμίζει γρήγορα με ανθρώπους και κουτιά, και αν δεν βυθιστούμε, θα είναι θαύμα. Στρίβουμε στον προμαχώνα και μπαίνουμε στο μικροσκοπικό λιμάνι. Το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου διακρίνεται ακόμη και τη νύχτα, στο αμυδρό φως των λαμπτήρων πετρελαίου.
Την επόμενη μέρα αποφασίζουμε να νοικιάσουμε ένα από εκείνα τα εγκαταλελειμμένα τούρκικα σπίτια τα οποία σε εκείνες τις μέρες της γενικής αποθάρρυνσης για τους Μουσουλμάνους, βρίσκονταν σε αφθονία. Αυτοσχεδιάσαμε τα έπιπλα στο μεγαλύτερο δωμάτιο με τα παντζούρια και τις πόρτες, βγάλαμε τους μεντεσέδες τους και με τα κιβώτια που μεταφέρθηκαν από την Ιταλία, στρώσαμε τα κρεβάτια στο ξύλινο πάτωμα με τις κουβέρτες μας και διακοσμήσαμε τους τοίχους με τα εργαλεία και τα ρούχα. Ένα πραγματικό εργαστήριο κατασκήνωσης που συνεχώς προσελκύει την περιέργεια των ντόπιων. Είδαμε τα ερείπια της καμμένης αγοράς (οδός 25ης Αυγούστου), που από το λιμάνι κατέληγε στην πλατεία κοντά στον μεγάλο στρατώνα. Οι στάχτες καπνίζουν ακόμα και μόνο τα τείχη έχουν απομείνει όρθια.

Ανατριχιάζει κανείς ακούγοντας τις ιστορίες των φρικτών επεισοδίων από τους ίδιους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν και που έχασαν τους αγαπημένους τους από δολοφονίες ή εμπρησμούς. Σήμερα, από αυτή τη μάζα ερειπίων οι τελευταίοι Τούρκοι φεύγουν για να γλιτώσουν από τους εμπρησμούς και τις σφαγές στον Χάνδακα. Η έξοδος έχει φτάσει σε πραγματικά κολοσσιαίες διαστάσεις – άραγε από αυτή τη μάζα των ερειπίων θα προκύψει η αληθινή φωτεινή ζωή που περιμένει κανείς εδώ και αιώνες; Ήδη τα σπίτια ευρωπαϊκού τύπου ξαναχτίζονται, και το εμπόριο ξαναρχίζει την κανονική του ροή στις τεράστιες αυτοσχέδιες ξύλινες καλύβες».
ΚΑΙ ΠΆΛΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΦΥΣΗ
Βέβαια, ο ερευνητικός ενθουσιασμός του γρήγορα τον παρασέρνει, και ο Μπαλντάτσι στρέφεται στα επιστημονικά ενδιαφέροντα που αποτελούν την αιτία του ταξιδιού του. Τον ενθουσιασμό αυτό τροφοδοτεί η ομορφιά του φυσικού τοπίου, την οποία θαυμάζει και απολαμβάνει: «Κανονίσαμε μια συνάντηση με τον μουσουλμάνο ιδιοκτήτη ενός ιστιοφόρου, για να μεταβούμε στη νήσο Ντία. Είναι επομένως φυσικό να επιθυμώ να ξεκινήσω την έρευνά μου με την προοπτική της πιο ευφάνταστης ηρεμίας και σε ένα μέρος γνωστό μόνο μέσα από τις συλλογές ενός μόνο βοτανολόγου, του Sieber, ο οποίος το επισκέφθηκε τον Ιανουάριο του 1817. Φτάσαμε εκεί νύχτα μέσα στην ηρεμία. Υπό το φως του φαναριού σκαρφαλώσαμε σε
έναν γκρεμό στην Αγρελιά, τον χαρακτηριστικό ανατολικότερο κόλπο. Τι παλέτα και τι συναισθήματα στο πρώτο καθαρό πρωινό φως σε ένα έρημο μέρος, απέναντι από τη θάλασσα, με το λεπτό μικρό σκάφος αγκυροβολημένο ανάμεσα στα βράχια, το μόνο σημάδι ανθρώπινης ζωής, και ολόκληρη την προοπτική της Κρήτης από το ακρωτήριο Σίδερο μέχρι το ακρωτήριο Σπάθα.
Bιογραφικά στοιχεία
Ο Αντόνιο Μπαλντάτσι, λέκτορας Βοτανικής από το 1899, και Γεωγραφίας από το 1901, στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, πραγματοποίησε πολυάριθμες αποστολές, συσσωρεύοντας έναν πλούτο λεπτομερών επιστημονικών παρατηρήσεων και αποκτώντας διασυνδέσεις και φιλίες, που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες για τα συμφέροντα της χώρας του στα Βαλκάνια. Στα σημαντικά επιτεύγματά του στη βοτανική συγκαταλέγεται η συλλογή περίπου εκατό χιλιάδων φυτών, μερικά από τα οποία άγνωστα έως τότε, καθώς και το εύρος των δημοσιεύσεών του. Συλλογές φυτών του φυλάσσονται σε ιταλικά και ξένα μουσεία.
Source link
