Μεταξύ υπόσχεσης και πειθαρχίας | Neakriti

Μεταξύ υπόσχεσης και πειθαρχίας | Neakriti

Οι πολιτικές προσδοκίες της ΔΕΘ και ο ευρωπαϊκός έλεγχος του προϋπολογισμού: η ελληνική εμπειρία

Η περίφημη ρήση του Χέγκελ «Das Wahre ist das Ganze» – «Το αληθινό είναι το όλον» – υποδηλώνει ότι η αλήθεια δεν μπορεί να συλληφθεί αποσπασματικά, αλλά μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης ολότητας. Κάθε μεμονωμένη στιγμή, κάθε μερικό στοιχείο, φέρει μεν μια αλήθεια, αλλά είναι περιορισμένη, ατελής, αποκτά το πλήρες νόημά της μόνο ως μέρος ενός συνόλου.

Αυτή η διαλεκτική σύλληψη έχει καίρια σημασία και για την ανάλυση της πολιτικής οικονομίας.

Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης στη ΔΕΘ, από μόνες τους, δε συγκροτούν την πραγματικότητα της οικονομικής πολιτικής, όπως επίσης ούτε οι έλεγχοι και οι περιορισμοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτυπώνουν πλήρως το πεδίο. Μόνο η συνεξέταση των δύο, ως αλληλένδετων στιγμών ενός όλου, μας φέρνει πιο κοντά στην “αλήθεια” της ελληνικής εμπειρίας. 

Με άλλα λόγια, η “ρητορική της υπόσχεσης” και η “λογική της πειθαρχίας” δεν είναι δύο ανεξάρτητες πραγματικότητες, αλλά δύο πλευρές της ίδιας ολότητας, της ευρωπαϊκής πολιτικής οικονομίας, όπως αυτή βιώνεται στην Ελλάδα. 

Η οικονομική πολιτική αποτελεί πεδίο έντονης αλληλεπίδρασης μεταξύ εθνικών προτεραιοτήτων και υπερεθνικών περιορισμών. Δεκαετίες, η ΔΕΘ λειτουργεί παραδοσιακά ως ο κατεξοχήν χώρος εξαγγελιών της εκάστοτε κυβέρνησης για την οικονομία, τις κοινωνικές παροχές και την αναπτυξιακή στρατηγική. Οι ανακοινώσεις αυτές δημιουργούν προσδοκίες, οι οποίες έχουν βαρύνουσα σημασία όχι μόνο σε πολιτικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο, καθώς επηρεάζουν την καταναλωτική και επενδυτική συμπεριφορά. 

Ωστόσο, το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωζώνης περιορίζει την αυτονομία της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής. Τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ υποχρεούνται να καταθέτουν το προσχέδιο προϋπολογισμού τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έως τις 15 Οκτωβρίου κάθε έτους, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Η Επιτροπή αξιολογεί κατά πόσον οι προβλέψεις και οι πολιτικές που ανακοινώνονται είναι συμβατές με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ασκώντας ουσιαστικά έναν προληπτικό έλεγχο στην οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων. 
Συνεπώς, το ζητούμενο είναι να κατανοήσουμε την ένταση ανάμεσα στη “σκηνή της υπόσχεσης”, που εκδηλώνεται στη ΔΕΘ, και στη “σκηνή του ελέγχου”, που ενσαρκώνεται μέσω της Κομισιόν.

Η ελληνική εμπειρία, λόγω της μακράς κρίσης χρέους και των μνημονιακών δεσμεύσεων, προσφέρει ένα προνομιακό πεδίο για την κατανόηση αυτής της αντίφασης. 

Η θεωρία του πολιτικού κύκλου προϋπολογισμού (political budget cycle) υποστηρίζει ότι οι κυβερνήσεις τείνουν να χειραγωγούν τη δημοσιονομική πολιτική προεκλογικά, προκειμένου να αυξήσουν τη δημοτικότητά τους. Η ΔΕΘ, με τον ετήσιο χαρακτήρα της και την υψηλή δημοσιότητα, έχει καταστεί σημείο εκκίνησης τέτοιων κύκλων στην Ελλάδα. Οι εξαγγελίες λειτουργούν ως “σήμα” προς τους πολίτες, ότι η κυβέρνηση ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους, ανεξάρτητα από τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα. 

Στην κεϋνσιανή παράδοση, οι προσδοκίες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο για τη ζήτηση και την οικονομική δραστηριότητα. Οι εξαγγελίες της ΔΕΘ, ακόμα κι αν δεν υλοποιηθούν πλήρως, μπορούν να καλλιεργήσουν κλίμα αισιοδοξίας που ενισχύει την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Η “ρητορική της υπόσχεσης” έχει συνεπώς πραγματικές οικονομικές συνέπειες, πέραν της πολιτικής επικοινωνίας. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις εξαγγελίες της ΔΕΘ και στον έλεγχο του προϋπολογισμού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να ιδωθεί και μέσα από το δίπολο λαϊκισμού-θεσμικού περιορισμού. Ο λαϊκισμός έγκειται στην υπόσχεση άμεσων παροχών και στην καλλιέργεια κοινωνικής ελπίδας. Ο θεσμικός περιορισμός εκφράζεται από τους κανόνες της Ευρωζώνης, που απαιτούν πειθαρχία και δημοσιονομική σταθερότητα. Η ελληνική περίπτωση δείχνει πώς αυτά τα δύο επίπεδα συγκρούονται, αλλά και αλληλοτροφοδοτούνται. 

Κατά τη διάρκεια των μνημονίων, οι εξαγγελίες στη ΔΕΘ είχαν περιορισμένο περιεχόμενο. Οι κυβερνήσεις όφειλαν να ευθυγραμμιστούν με τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί με τους θεσμούς, γεγονός που μετέτρεψε τη ΔΕΘ σε περισσότερο συμβολικό παρά σε ουσιαστικό πεδίο χάραξης πολιτικής. Το 2016, για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός εξήγγειλε περιορισμένα μέτρα στήριξης των χαμηλοσυνταξιούχων, τα οποία ωστόσο ενσωματώθηκαν στον προϋπολογισμό μόνο κατόπιν έγκρισης από τους δανειστές. 

Με την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου το 2018, η ΔΕΘ επανήλθε στον παραδοσιακό της ρόλο. Το 2019 παρουσιάστηκαν μέτρα όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ και των φορολογικών συντελεστών. Παρά την πολιτική τους απήχηση, η ενσωμάτωσή τους στον προϋπολογισμό του 2020 συνοδεύτηκε από προσαρμογές, ώστε να είναι συμβατά με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα. 

Η πανδημία οδήγησε σε αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων, προσφέροντας στην ελληνική κυβέρνηση μεγαλύτερο περιθώριο για εξαγγελίες. Στη ΔΕΘ του 2020 και του 2021 ανακοινώθηκαν γενναία μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων, τα οποία ενσωματώθηκαν στον προϋπολογισμό χωρίς ουσιαστικές ενστάσεις από την Κομισιόν. Η ΔΕΘ λειτούργησε σε εκείνη την περίοδο ως μοχλός πολιτικής νομιμοποίησης της δημοσιονομικής επέκτασης. 

Οι εξαγγελίες του 2022 και του 2023 επικεντρώθηκαν σε μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας και της ενεργειακής κρίσης. Αν και η Επιτροπή αποδέχτηκε προσωρινές παρεμβάσεις λόγω της συγκυρίας, υπενθύμισε την ανάγκη περιορισμού τους στο μέλλον. Από το 2024, με την επαναφορά του Συμφώνου Σταθερότητας, οι εξαγγελίες της ΔΕΘ βρίσκονται ξανά υπό στενό έλεγχο, αναδεικνύοντας την παλιά αντίφαση μεταξύ πολιτικής προσδοκίας και θεσμικής πειθαρχίας. 

Η ελληνική εμπειρία δείχνει ότι η ΔΕΘ αποτελεί έναν μηχανισμό δημιουργίας πολιτικών και οικονομικών προσδοκιών, ενταγμένο σε έναν πολιτικό κύκλο που ευνοεί τις παροχές και τις εξαγγελίες. Ταυτόχρονα, η κατάθεση του προϋπολογισμού στην Κομισιόν λειτουργεί ως φίλτρο που καθορίζει ποια από αυτά τα μέτρα μπορούν να υλοποιηθούν και ποια απορρίπτονται ή περιορίζονται. 

Η ένταση αυτή μπορεί να ιδωθεί ως σύγκρουση ανάμεσα στη “ρητορική της υπόσχεσης” και στη “λογική της πειθαρχίας”. Από τη μία, η ΔΕΘ καλλιεργεί αισιοδοξία και ενισχύει την κοινωνική νομιμοποίηση της κυβέρνησης, από την άλλη, οι ευρωπαϊκοί κανόνες υπενθυμίζουν τα όρια της εθνικής κυριαρχίας στη δημοσιονομική πολιτική. 

Συνεπώς, η περίπτωση της Ελλάδας αναδεικνύει ένα γενικότερο ζήτημα της ΟΝΕ: πώς οι κυβερνήσεις ισορροπούν ανάμεσα στις κοινωνικές πιέσεις και στους ευρωπαϊκούς περιορισμούς. Η ΔΕΘ, ως θεσμικός χώρος καλλιέργειας προσδοκιών, και η διαδικασία ελέγχου του προϋπολογισμού από την Κομισιόν, ως θεσμικός μηχανισμός πειθαρχίας, συγκροτούν δύο σκηνές που συνυπάρχουν σε διαρκή ένταση. Η μελέτη τους συμβάλλει στην κατανόηση όχι μόνο της ελληνικής πολιτικής οικονομίας, αλλά και των ορίων και προοπτικών της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. 
 


Source link