Δημογραφική «βόμβα» στην Ελλάδα: Μείωση 500.000 κατοίκων από το 2011 – Λιγοστεύουν «επικίνδυνα» οι Έλληνες

Δημογραφική «βόμβα» στην Ελλάδα: Μείωση 500.000 κατοίκων από το 2011 – Λιγοστεύουν «επικίνδυνα» οι Έλληνες

Η Ελλάδα καταγράφει από το 2011 και μετά συνεχή μείωση πληθυσμού. Γήρανση, ατεκνία και φυγή νέων στερούν από τη χώρα ζωτικό ανθρώπινο δυναμικό, αναδεικνύοντας το δημογραφικό ως υπ’ αριθμόν ένα εθνικό πρόβλημα

Δραματική μείωση του ελληνικού πληθυσμού κατά 500.000 κατοίκους από το 2011 μέχρι σήμερα δείχνει επίσημη έρευνα του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας υπό την εποπτεία της Επίκουρης Καθηγήτριας και Διευθύντριας του Εργαστηρίου κ. Ιφιγένειας Κόκκαλη.

Σημαντικοί κοινωνικοί παράγοντες, όπως η οικονομική κατάσταση των πολιτών, είναι οι αιτίες που πολλά νέα ζευγάρια διστάζουν να κάνουν το επόμενο βήμα στην ζωή τους φτιάχνοντας την δική τους οικογένεια. Επιπλέον, η Ελλάδα αποτελεί σήμερα μία από τις πιο γερασμένες χώρες της Ευρώπης, καθώς βρίσκεται πολύ χαμηλά στον δείκτη γονιμότητας μεταξύ των Ευρωπαϊκών κρατών, με την διαγενεακή γονιμότητα να βρίσκεται αυτή την στιγμή στο 1,3 -1,4 παιδιά ανά γυναίκα. Χαρακτηριστικό δείγμα της κατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι οι ηλικίες άνω των 65 ετών υπερβαίνουν εκείνους που βρίσκονται ηλικίες 0 – 14. Επί παραδείγματι, το 2023 οι άνω των 65 ήταν κατά 1 εκατομμύριο περισσότεροι από εκείνους τους συμπολίτες μας που βρίσκονταν σε νεαρή ηλικία. 

Το δημογραφικό έχει σημάνει κυριολεκτικά “κόκκινο συναγερμό” καθώς αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για το μέλλον της χώρας και των επόμενων γενεών που πρόκειται να ζήσουν στον τόπο μας. Δυστυχώς, το φαινόμενο ξέφυγε από κάθε έλεγχο τα τελευταία χρόνια λόγω της δραματικής κατάστασης που επικρατούσε στην Ελληνική οικονομία, με πολλούς να παίρνουν την απόφαση να φύγουν από την πατρίδα μας (περίπου 660.000), ενώ όσοι ήταν σε κατάλληλη ηλικία για να φτιάξουν την δική τους οικογένεια ματαίωναν συνεχώς αυτό τον σχεδιασμό εξαιτίας της παρατεταμένης αβεβαιότητας και ανασφάλειας που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα. Μάλιστα, όπως αναφέρει και η έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η ατεκνία ανάμεσα στους πολίτες που γεννήθηκαν κατά την δεκαετία του 1980 αυξήθηκε περίπου κατά 1 προς 5 άτομα.

►Διαβάστε επίσης: Δημογραφικό στα τάρταρα: Μια σιωπηλή τραγωδία με τραγικές συνέπειες για την Ελλάδα – «Απαιτούνται γενναία μέτρα στήριξης»

Το πρόβλημα αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια οδηγώντας σε νέα συρρίκνωση του πληθυσμού, καθώς μπορεί οι δείκτες της οικονομίας να παρουσιάζουν βελτίωση σε σχέση με τον “ορυμαγδό” που κυριαρχούσε πριν από 10 χρόνια, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έχει αποτυπωθεί στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι διατηρούν τα χαμηλότερα εισοδήματα μεταξύ των Ευρωπαίων προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες που επιβάλλει μία πανάκριβη χώρα σε αγαθά και υπηρεσίες.

Η εικόνα σήμερα, οι δημογραφικές αδράνειες στο εγγύς μέλλον, και η συνιστώσα “Μετανάστευση” 

Είναι γνωστό ότι, ανάμεσα στο 2011 και το 2024, καταγράφονται σταθερά αρνητικά φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις μείον θάνατοι), τα οποία – μαζί με τα επίσης αρνητικά μεταναστευτικά ισοζύγια της περιόδου – προκάλεσαν την μείωση του πληθυσμού κατά σχεδόν 500 χιλ. άτομα. Ταυτόχρονα, σήμερα η Ελλάδα – εκτός από μια σχετικά γερασμένη χώρα ( σχεδόν το 23% των κατοίκων της είναι άνω των 65 ετών, ενώ, το 2023, οι 65+ ήταν σχεδόν 1 εκατομμύριο περισσότεροι από τους νέους 0-14 ετών) – καταγράφει από τους χαμηλότερους ετήσιους δείκτες γονιμότητας στην Ευρωπαϊκή ΄Ένωση, με τη διαγενεακή γονιμότητα να κινείται στα 1,3-1,4 παιδιά/γυναίκα (στις γενεές που γεννήθηκαν γύρω από το 1980), δηλαδή, υπολείπεται σημαντικά του ορίου αναπαραγωγής (2,07 παιδιά/γυναίκα).

Παρατηρείται, επίσης, η προοδευτική αύξηση των ποσοστών ατεκνίας, τα οποία, για τις γενεές γύρω από το 1980, αφορούν πλέον περίπου 1 στα 5 άτομα. Καθώς, όμως, το σύστημα «πληθυσμός» χαρακτηρίζεται από σημαντικές αδράνειες, η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας τις επόμενες τρείς δεκαετίες θα συνεχιστεί, η δημογραφική του γήρανση επίσης, και το πρόσημο του ισοζυγίου γεννήσεων –θανάτων θα παραμείνει αρνητικό μέχρι το 2050. Επομένως, αυτή που θα προσδιορίσει καθοριστικά το εύρος της μείωσης του πληθυσμού της Ελλάδας είναι η καθαρή μετανάστευση.

Συνεπώς, δεδομένων των αδρανειών στη φυσική κίνηση του πληθυσμού, η βελτίωση των μεταναστευτικών ισοζυγίων αναδεικνύεται σε μείζον διακύβευμα για τη χώρα. Για να περιοριστεί η ένταση και το εύρος της – αναπόφευκτης – μείωσης του πληθυσμού στις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να μειωθούν οι μεταναστευτικές εκροές και να αυξηθούν οι μεταναστευτικές εισροές, ώστε να βελτιωθούν τα ισοζύγια σε βαθμό που να καταστούν θετικά.

Ας υπενθυμίσουμε συνοπτικά ότι η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας ξεκίνησε από το 2011, και όχι νωρίτερα, λόγω ακριβώς της μαζικής εισόδου αλλοδαπών μεταξύ 1991 και 2010, που είχε ως αποτέλεσμα ένα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο κατά 795 χιλ. άτομα. 

Η μαζική είσοδος νέων κυρίως ατόμων σε αναζήτηση εργασίας συνέτεινε, εκτός των άλλων, στην επιβράδυνση της γήρανσης του πληθυσμού της Ελλάδας, στην αύξηση της γεννητικότητάς2 του και στην τόνωση της δημογραφικής δυναμικότητάς του, δεδομένου ότι η αύξηση του πληθυσμού της χώρας μεταξύ 1991 και 2011 αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών.

Η χρηματοπιστωτική κρίση άλλαξε τη φορά των ροών και το ισοζύγιο εισόδων-εξόδων έγινε και πάλι αρνητικό, όπως στην προ- του 1990 εποχή. Κατά τη δεκαετία 2011-2021, οι έξοδοι συνεχίστηκαν, και αφορούν, αφενός, τους οικονομικούς μετανάστες που, έχοντας εγκατασταθεί στη χώρα κατά τις δυο προηγούμενες δεκαετίες, τώρα επιστρέφουν στις χώρες τους∙ αφετέρου, αφορούν τους νέους Έλληνες και νέες Ελληνίδες (25-34 ετών αλλά και 35- 45 ετών), οι οποίοι αποδημούν. 
Πρόκειται κυρίως για πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και για άτομα με κάποια άμεση ή έμμεση μεταναστευτική εμπειρία (π.χ. δεύτερη ή τρίτη γενεά μελών νοικοκυριών που είχαν μεταναστεύσει στο παρελθόν σε κάποια ευρωπαϊκή -συνήθως- χώρα, αλλά, τις προηγούμενες δεκαετίες, είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα. Πρόκειται, δηλαδή, για την επαν-ενεργοποίηση υπαρχόντων – διαγενεακών – μεταναστευτικών δικτύων).

Φυγή νέων (και λιγότερο νέων) Ελλήνων και “διαρροή εγκεφάλων”

Όσον αφορά την αποδημία των νέων ημεδαπών στο εξωτερικό, η πρόσφατη έρευνα των Λαμπριανίδη και Συκά (2023) για την περίπτωση του ελληνικού brain drain, δίνει πολύ ενδιαφέροντα αν και αναμενόμενα αποτελέσματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκαταλείπουν τη χώρα οι Μετανάστες Υψηλής Εξειδίκευσης.

Μια πρώτη διαπίστωση αφορά το γεγονός ότι η φυγή από την Ελλάδα δεν οφείλεται μόνον στην οικονομική κρίση, αλλά κυρίως στην εύρεση εργασίας αντίστοιχης του επιπέδου σπουδών, με προοπτικές ανέλιξης, αντίστοιχες απολαβές και καλές εργασιακές συνθήκες. Οι “καλύτερες εργασιακές συνθήκες” προηγούνται των “οικονομικών απολαβών”, γεγονός που υπογραμμίζει την δυσμενή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Η δεύτερη αιτία της φυγής αφορά σε χρόνιες παθογένειες όπως η έλλειψη αξιοκρατίας. Η τρίτη αφορά ευρύτερα στους κοινωνικούς όρους διαβίωσης, όπως η ανοιχτή, ασφαλής, δυναμική και ανεκτική κοινωνία, αλλά και η γνωριμία με διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα.

Εργασία και συνθήκες εργασίας

Η “διαρροή εγκεφάλων” στο εξωτερικό αναδεικνύει το ζήτημα της εργασίας και των συνθηκών εργασίας στην Ελλάδα σε βασικό λόγο εγκατάλειψης της χώρας. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι αυτό δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά στην κατηγορία των ΜΥΕ, αλλά και άλλες κατηγορίες νέων εργαζόμενων. Υπενθυμίζεται ότι, κατά την εικοσαετία 1990-2009, με γοργούς ρυθμούς περιορίζεται ο ρόλος της πλήρους και σταθερής απασχόλησης στην Ελλάδα, υπέρ μιας μεγάλης ποικιλίας ευέλικτων μορφών εργασίας. Επιπλέον, “ελαστικοποιείται” ο εργάσιμος χρόνος, ενώ περιορίζεται η προστασία από τις απολύσεις. Χαμηλά αμειβόμενη εργασία, εκτεταμένη επισφάλεια, ευέλικτη εργασία, κ.ό.κ. έχουν – μεταξύ άλλων – σοβαρές επιπτώσεις και στην απορρύθμιση του πλαισίου διαμόρφωσης των μισθών, το οποίο διολισθαίνει συνεχώς προς τα γενικά κατώτατα επίπεδα.

Από τις αρχές του 2012 μέχρι τις αρχές του 2019, η μισθολογική συμπίεση των κατώτατων ορίων διατηρήθηκε αυτούσια (συμπίεση κατά 22% του κατώτατου μισθού σε σχέση με αυτόν που είχε προκύψει από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας3), ενώ δημιουργήθηκε ο λεγόμενος “υποκατώτατος” μισθός για τους νέους έως 25 ετών συμπιεσμένος κατά 32%. Διαπιστώνεται από συγκριτικές έρευνες ότι, μέσα στη δεκαετία 2009- 2019, η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη επιδείνωση των συνθηκών εργασίας στον ευρωπαϊκό χώρο (Κουζής, 2022).

Ενδεικτική αυτής της διολίσθησης είναι, αναμφίβολα, και η ραγδαία αύξηση των εργατικών ατυχημάτων κατά 11,7% το 2022 σε σχέση με το 2021, ενώ παρουσίασαν αύξηση κατά 12,9% και κατά το διάστημα 2020/2021, σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ.

Ειδικότερα σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας των νέων ηλικίας 17-34 ετών, πρόσφατη έρευνα5 κατέγραψε ότι 1 στα 3 άτομα δυσκολεύεται να καλύψει τις μηνιαίες ανάγκες του, ενώ ένα ποσοστό 12,2% συχνά αναγκάζεται να δανειστεί χρήματα για να ανταπεξέρθει στα έξοδα του μήνα. Είναι ενδιαφέρον ότι, σε σχέση με την τωρινή τους δουλειά, το 35,6% των νέων εργαζομένων θεωρούν ότι οι δεξιότητες τους είναι υψηλότερες απ’ αυτές που απαιτούνται για να κάνουν τη δουλειά τους, ποσοστό που φτάνει το 48,3% στους/ις κατόχους μεταπτυχιακού/διδακτορικού διπλώματος. 

Επιπλέον, το 30,9% των νέων δουλεύουν πάνω σε αντικείμενο άσχετο από αυτό που σπούδασαν. Παράλληλα, το 37,3% των νέων του δείγματος σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό για να αναζητήσουν καλύτερη θέση εργασίας (14,4% απαντούν «Ναι», και 22,9% «μάλλον ναι»).

Στους/ις κατόχους μεταπτυχιακού/διδακτορικού το ποσοστό όσων σκέφτονται να φύγουν καταγράφεται στο 36,8% (21,2% «Ναι», και 15,6% «μάλλον ναι»). Επιπλέον, σχεδόν 1 στα 10 άτομα με μεταπτυχιακό/ διδακτορικό δίπλωμα σκέφτονται να μείνουν στην Ελλάδα και να αναζητήσουν εξ αποστάσεως εργασία στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα στις ηλικίες 17-24 ετών, το ποσοστό όσων σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό ανέρχεται στο 44,4% του δείγματος.

Στέγαση 

Το ζήτημα της στέγασης, που αναδεικνύεται σε μείζον τα τελευταία χρόνια, έρχεται να προστεθεί στα παραπάνω. Στο παρελθόν, τα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης των Ελλήνων (σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους) αποτέλεσαν δικλείδα ασφαλείας για δύσκολες περιόδους (πχ. λιτότητας, μνημονίων).

Ως έναν βαθμό, τα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης υποκαθιστούσαν την ανύπαρκτη κοινωνική κατοικία στην Ελλάδα7, αλλά και την απουσία ουσιαστικής μέριμνας για οικονομικά προσιτή στέγη, από μεριάς της Πολιτείας. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, τα τελευταία χρόνια, καταγράφεται σημαντική μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα: από 74,0%, το 2014, σε 69,6%, το 20238. Ταυτόχρονα, το 2022, η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον ενωσιακό μέσο όρο όσον αφορά τον μέσο αριθμό δωματίων ανά άτομο: 1,6 δωμάτια/άτομο στην ΕΕ έναντι 1,3 για την Ελλάδα. Επίσης, με βάση τα ίδια στοιχεία, το 28% του πληθυσμού στην Ελλάδα ζει σε συνθήκες υπερπληθυσμού της κατοικίας τους, έναντι 16,8% στην ΕΕ9. Η εικόνα χειροτερεύει εάν εξετάσουμε χωριστά τους νέους ηλικίας 15-29 ετών που ζούσαν σε «υπερπλήρη νοικοκυριά»: στην ΕΕ ανέρχεται σε 26% (έναντι, όπως προαναφέρθηκε, 16,8% για το συνολικό πληθυσμό), ενώ, ειδικά στην Ελλάδα φτάνει το 46% (έναντι 27,5-28% στον συνολικό πληθυσμό).

Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό νεαρών ενηλίκων 18-34 ετών που ζουν με τους γονείς τους, όντας «μισθωτοί πλήρους απασχόλησης» (κατά δήλωσή τους), στην Ελλάδα ξεπερνά το 39% (έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου των 27 που είναι στο 37% και των χωρών της Ευρωζώνης που φτάνει το 34,8%). Το 2023, οι νέοι στην Ελλάδα άφησαν το σπίτι των γονιών τους στα 30,6 έτη κατά μέσο όρο, ενώ στην ΕΕ το κατά μέσο όρο σε ηλικία 26,3 ετών.

Οικογένεια και παιδί – Κράτος πρόνοιας και υπηρεσίες 

Σε συνέχεια των παραπάνω, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί, ενώ όσον αφορά το επίπεδο εναρμόνισης της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, βρίσκεται μακράν κάτω των ευρωπαϊκών μέσων όρων. Για παράδειγμα, οι δαπάνες για οικογενειακές πολιτικές βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο της ΕΕ, τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε κατά κεφαλήν όρους (Γράφημα 4). Επίσης, ενώ τα εφάπαξ οικογενειακά επιδόματα βρίσκονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο, η Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ όσον αφορά τα περιοδικά επιδόματα σε χρήμα για την οικογένεια και το παιδί, καθώς και σε κατά κεφαλήν δαπάνες για τις παροχές σε είδος.

Με άλλα λόγια, βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα οι παροχές που διατίθενται σε σταθερή βάση, και είναι αυτές που θα υποστήριζαν, αφενός, την οικογένεια μακροπρόθεσμα, και, αφετέρου, τον όποιον οικογενειακό προγραμματισμό. Γενικότερα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2015, ανάμεσα στις 36 εξεταζόμενες χώρες, η Ελλάδα βρισκόταν στην προ-τελευταία θέση (πριν από την Τουρκία) σε ό,τι αφορά δημόσιες μεταφορές σε χρήμα, υπηρεσίες και φορολογικές διευκολύνσεις. Και, ταυτόχρονα, βρισκόταν στην τελευταία θέση, σε σχέση με τις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση και την φροντίδα στην πρώιμη παιδική ηλικία.

Επιπρόσθετα, στην Ελλάδα, είναι ιδιαίτερα υψηλό το επίπεδο των άμεσων ιδιωτικών δαπανών για την υγεία, καθώς και για τη δημόσια φαρμακευτική και νοσοκομειακή δαπάνη. Σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, είναι πολύ χαμηλή η δημόσια δαπάνη για μακροχρόνια φροντίδα, πρόληψη και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.
 


Source link