Κατακόρυφη αύξηση των καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας το 2025 στην Κρήτη

Κατακόρυφη αύξηση των καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας το 2025 στην Κρήτη

Στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου λειτουργεί η «Ομάδα Θυτών Ενδοοικογενειακής Βίας»

Η επιστημονικά υπεύθυνη του προγράμματος Χριστίνα Γραμανδάνη μιλά  στα «Ρ.Ν.» για το φαινόμενο και το προφίλ των θυτών

Η αύξηση των καταγγελιών για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου το οποίο συνεργάζεται με την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ρεθύμνης, για την υποστήριξη των εμπλεκόμενων σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας (κατόπιν σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας), τα αιτήματα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα δύο τελευταία έτη. Συγκεκριμένα, τα αιτήματα από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ρεθύμνης προς το ΚΨΥ Ρεθύμνου για υποστήριξη θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας το 2024 ήταν 99 ενώ, από 1 Ιανουαρίου 2025 έως και σήμερα είναι ήδη 55.

Αντίστοιχα, σε επίπεδο Κρήτης σύμφωνα με μελέτη της Ελληνικής Αστυνομίας,  μόνο το πρώτο πεντάμηνο του έτους (2025) καταγγέλθηκαν στις υπηρεσίες του νησιού 498 συμβάντα, όταν το ίδιο διάστημα του 2023 ήταν 353.

Τα στοιχεία καταδεικνύουν πως πρόκειται για ένα κοινωνικό ζήτημα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν έχει κατασταλεί παρά τις εκατοντάδες εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης όμως διαφαίνεται πως τα αντανακλαστικά της κοινωνίας ίσως έχουν οξυνθεί, καθότι πλέον πιο εύκολα θα καταγγελθεί κάποιο περιστατικό, θα μιλήσει το θύμα, θα αναδυθεί στην επιφάνεια η κακοποίηση, σε σχέση με παλαιότερα που παρέμενε στις πλειοψηφία των περιστατικών πίσω από κλειστές πόρτες. Από την άλλη και η ίδια πολιτεία δημιουργεί πλέον όλο και πιο εξειδικευμένα εργαλεία για τα θύματα ώστε να προστατευθούν και να αντιμετωπίσουν την κακοποίηση που υπόκεινται. Χαρακτηριστικά παραδείγματα για το Ρέθυμνο ειδικότερα, είναι πως από τον Ιούνιο του 2024 λειτουργεί το Γραφείο Ενδοοικογενειακής Βίας, το οποίο υπάγεται στο Αστυνομικό Τμήμα Ρεθύμνου και αποτελεί πλέον βασικό εργαλείο των πολιτών για καταγγελίες σχετικών περιστατικών, ενώ διαθέσιμο είναι και το panic button, μια εφαρμογή ειδικά για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας τα οποία καλούν άμεσα τις αρχές εφόσον βρίσκονται σε κίνδυνο.

Αντίστοιχα, στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου, λειτουργεί και το Ειδικό Θεραπευτικό Πρόγραμμα για Περιστατικά Ενδοοικογενειακής Βίας, το οποίο απευθύνεται σε άτομα – θύτες (άνδρες και γυναίκες, άνω των 18 ετών) που έχουν εκδηλώσει βία σε άλλα μέλη της οικογένειάς τους και τα οποία παραπέμπονται στην Υπηρεσία από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ρεθύμνης (στο πλαίσιο της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης έτσι όπως περιγράφεται στο Ν.3500/2006 (ΦΕΚ 232 Α΄/2006), κεφ. Δ΄.), με στόχο την παροχή συμβουλευτικής και θεραπείας στους υπαίτιους ενδοοικογενειακής βίας.

Το εν λόγω πρόγραμμα του ΚΨΥ Ρεθύμνου αποτελεί μια καινοτόμο προσέγγιση που επιχειρεί όχι να αμβλύνει την ευθύνη των δραστών, αλλά να εισχωρήσει βαθύτερα στα αίτια που γεννούν τη βία. Μέσα από τις υποχρεωτικές από την εισαγγελία συναντήσεις των θυτών με την Ψυχολόγο Υγείας MSc και Επιστημονικά Υπεύθυνη της Ομάδας Ψυχοθεραπείας για Θύτες Ενδοοικογενειακής Βίας, Χριστίνα Γραμανδάνη, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο στο οποίο ο θυμός, ο έλεγχος και οι πεποιθήσεις που γεννούν τη βία, μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Το αν και κατά πόσο αυτό οδηγεί σε πραγματική αλλαγή, ανέλυσε στα «Ρ.Ν.» η κ. Γραμανδάνη, με βάση τα ευρήματα του πρώτου κύκλου των οκτώ συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο του 2025.

Τα βασικά ευρήματα των συναντήσεων

Η υποχρεωτική φύση της διαδικασίας ήταν από μόνη της ήδη μια πρόκληση για αυτές τις συναντήσεις δημιουργώντας αντιστάσεις από πλευράς θυτών, όπως εξηγεί η Χριστίνα Γραμανδάνη στα «Ρ.Ν.», οι οποίοι προσέγγισαν αρχικά τη διαδικασία με διεκπεραιωτή έως και αρνητική διάθεση αλλά και καχυποψία. «Το γεγονός ότι η συμμετοχή στην ομάδα είναι υποχρεωτική στο πλαίσιο της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης, δημιουργεί από μόνο του ένα «κλίμα» και μια διάθεση αντίστασης στη θεραπευτική διαδικασία. Αυτό ήταν και το πρώτο μεγάλο στοίχημα που έπρεπε να κερδηθεί, προκειμένου η διαδικασία να έχει κάποιο νόημα», αναφέρει, συμπληρώνοντας χαρακτηριστικά πως «Το «υποχρεωτικό» είναι από μόνο του «μη θεραπευτικό».

Παρόλα αυτά η ίδια μέσω των θεραπευτικών της προσεγγίσεων κατάφερε να κάμψει τις όποιες αντιστάσεις και μέσα από οκτώ συναντήσεις να εξάγει βασικά συμπεράσματα αναφορικά με τις πεποιθήσεις των θυτών γύρω από τις πράξεις τους και την ευθύνη που αντιλαμβάνονται ότι έχουν για αυτές. Αξιοσημείωτο είναι πως διαπιστώθηκε η αντίληψη από πλευράς τους ότι οι ίδιοι συχνά είναι το θύμα, ενώ οι σύντροφοί τους είναι υπερβολικοί στο πως παρουσιάζουν τα γεγονότα επηρεαζόμενοι κατά τους ίδιους από την προβολή που έχουν λάβει τα περιστατικά αυτά στα μέσα ενημέρωσης.

Η κ. Γραμανδάνη αναφέρει αναλυτικά: «Τα βασικά ευρήματα από αυτόν τον πρώτο κύκλο των οκτώ συναντήσεων θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στα εξής: Η συζυγική κακοποίηση δεν αποτελεί ένα τυχαίο γεγονός, αλλά μια κατάσταση δυναμική και, συχνά, επαναλαμβανόμενη, όπου το γεγονός τις περισσότερες φορές υποβαθμίζεται όχι μόνο από το θύμα, αλλά και τον θύτη («δεν την έδειρα κιόλας»). Τα ατομικά χαρακτηριστικά των θυτών (φύλο, μορφωτικό/κοινωνικό επίπεδο, οικονομική κατάσταση, σχέση με το θύμα) έμοιαζαν αρκετά. Επίσης, «μοιράζονταν» κοινές καταστάσεις που πυροδοτούσαν τον θυμό τους (π.χ.  «μα είχα δίκιο», «μου είπε ψέματα», «αυτή το ξεκίνησε με τις φωνές της»). Ακόμη, συχνά, έμοιαζαν να «χάνουν» τον θεραπευτικό σκοπό των συναντήσεων μέσα από υπεραπλουστεύσεις του τύπου «δηλαδή εγώ τώρα δεν πρέπει να ξαναθυμώσω;», «εντάξει, εντάξει, κατάλαβα, από εδώ και στο εξής θα κάνω τον…». Ένα από τα βασικά κίνητρα για να μην «υποτροπιάσουν» είναι το νομικό – ποινικό σκέλος και όχι κάποια ουσιαστική τροποποίηση των αντιλήψεων που έχουν για τη βία, την εξουσία και τον έλεγχο. Επιπλέον, συχνή ήταν η πεποίθηση ότι είναι οι ίδιοι θύματα, ότι οι σύντροφοί τους έχουν «φουσκώσει» τα γεγονότα, παρασυρμένες από την περιέρρευσα ατμόσφαιρα στα ΜΜΕ γύρω από περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.  Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι έμοιαζαν να μη θεωρούν επαρκή λόγο το ότι η σύντροφος «φοβήθηκε και άρα υπερλειτούργησε» («με το μόνο μόνο σηκώνουν το τηλέφωνο και παίρνουν την αστυνομία») αφού οι ίδιοι δεν άσκησαν πάνω της κάποια μορφή σωματικής βίας. Τέλος, περιέγραψαν μια υπερλειτουργία της αστυνομίας και της εισαγγελίας αναφορικά με τη διαχείριση τέτοιων περιστατικών «εξαιτίας όλων αυτών που πραγματικά κακοποίησαν τις συντρόφους τους».

Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαπίστωση σχετικά με τα κοινά αξιακά συστήματα των θυτών όπως αναφέρει η επιστήμονας. Αν και δεν παρατηρήθηκε, όπως λέει, κάποια κοινή σεξιστική νοοτροπία, η ίδια αποδίδει τη συμπεριφορά τους μεταξύ άλλων στις σχέσεις εξουσίας που έχουν αναπτύξει με τις συντρόφους τους, στο πλαίσιο των οποίων οι ίδιοι φαίνεται να αποποιούνται την ευθύνη των πράξεών τους, εναποθέτοντας αυτό το βάρος στη σύζυγο.

«Δε θα έλεγα ότι παρατήρησα κάποια «σεξιστική» νοοτροπία. Αν και ο λόγος που ήρθαν και οι εννέα στην ομάδα αφορούσε καταγγελία για κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στη σύντροφό  τους, αυτή δεν έδειχνε να διέπεται από κάποια διάκριση σε σχέση με το φύλο. Περισσότερο παρατήρησα μία «κακοποιητική αντίληψη», η οποία συσχετίζεται με τάση κυριαρχίας, αυτονόητα δικαιώματα, έλεγχο, αντιστροφή πραγματικότητας, αυτοδικαίωση, μομφή του θύματος κ.ά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίληψη που αποτυπώνεται στην εξής φράση: «Αφού βλέπεις ότι έχω πιει! Γιατί με «αρχίζεις» τώρα και δεν περιμένεις να ξεμεθύσω;» ή «με βγάζεις από τα ρούχα μου με  τις  δικαιολογίες σου» και αντικατοπτρίζει την πεποίθηση ότι «ο άλλος πρέπει να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του, προκειμένου να αποφύγει μια εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς».

Τα αποτελέσματα

Όπως αναφέρει η κ. Γραμανδάνη αν και η όλη διαδικασία ξεκίνησε με μια «διεκπεραιωτική διάθεση» εκ μέρους των συμμετεχόντων, αρκετοί διατυπώνουν το ότι «πήραν πράγματα από αυτή την ομάδα».

Οι πυρηνικές τους πεποιθήσεις, όπως η ίδια αναφέρει, δεν τροποποιήθηκαν, ωστόσο «έφυγαν» με κάποιες χρήσιμες γνώσεις: «Έμαθαν ότι ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα. Ότι μπορώ να θυμώσω. Σημασία έχει το πως εκφράζω τον θυμό μου και να συνειδητοποιώ τί με θυμώνει. Καταλαβαίνω πότε αρχίζω να θυμώνω. Τί συμβαίνει όταν θυμώνω. Πως θα μπορούσα να συμπεριφερθώ διαφορετικά, και, κυρίως, εγώ και μόνον εγώ είμαι υπεύθυνος για τα συναισθήματά μου και την έκφρασή τους. Προκειμένου να διαπιστώσουμε αν η «πρόοδος» που σημείωσαν κατά την εξέλιξη του προγράμματος έχει διάρκεια, θα προγραμματίσουμε αναμνηστικές συνεδρίες εν είδει «follow up», καταλήγει η ίδια.

Η πλειονότητα των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι γυναίκες

Θλιβερό αλλά πραγματικό είναι το γεγονός πως αναφερόμενοι στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, συνειρμικά το μυαλό όλων οδηγείται στο συμπέρασμα πως το θύμα είναι η γυναίκα και θύτης ο άντρας. Σαφώς και δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και θύματα άντρες, άλλωστε όπως αναφέρει η κ. Γραμανδάνη «Στα πλαίσια της συνεργασίας μας με την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ρεθύμνης, κατά καιρούς έχουν γίνει αρκετές καταγγελίες ανδρών πως έχουν πέσει θύματα βίας από τη σύντροφο/σύζυγό τους».

Παρόλα αυτά, τα στατιστικά δεδομένα έχουν το νόημά τους -τα στοιχεία αμφισβητούνται δυσκολότερα από το προσωπικό βίωμα- καθώς όχι μόνο αποκαλύπτουν τα χαρακτηριστικά μιας παθογένειας, στην περίπτωσή μας, της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και στη συνέχεια είναι χρήσιμο και για την ίδια την κοινωνία, τους πολίτες, την πολιτεία, λαμβάνοντάς τα υπόψη, στο πως θα σκύψουν τελικά πάνω στο ζήτημα. Χαρακτηριστικά για τα δεδομένα, η κ. Γραμανδάνη ανέφερε: «Η πλειονότητα των θυμάτων αφορά κατά κύριο λόγο το γυναικείο φύλο. Μία στις τέσσερις γυναίκες και ένας στους εννέα άνδρες είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας (Huecker et al., 2021). Αν και οι γυναίκες μπορεί να είναι βίαιες στις σχέσεις με τους άνδρες, οι πιο συνηθισμένοι δράστες βίας είναι άνδρες σύντροφοι ή πρώην σύντροφοι κατά των γυναικών. Αντίθετα, οι άνδρες είναι πολύ πιο πιθανό να βιώσουν βίαιες πράξεις από αγνώστους ή γνωστούς παρά από κάποιο κοντινό τους πρόσωπο (WHO, 2012)».


Source link