Σύγκρουση Ισραήλ–Ιράν: Όλοι νικητές, ο κόσμος πιο αβέβαιος από ποτέ
Δεν είναι η πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία των πολεμικών συρράξεων που χώρες χωρίς κοινά σύνορα εμπλέκονται σε πόλεμο. Ο δωδεκαήμερος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ- ΗΠΑ και Ιράν είναι σχεδόν μια συνηθισμένη επανάληψη αν σκεφτούμε ότι αρκετοί πόλεμοι δεν έγιναν μεταξύ γειτονικών κρατών και δεν ήταν συνοριακές συγκρούσεις.
Πολλές φορές στην ιστορία αλλά περισσότερο τα τελευταία 80 χρόνια τέτοιοι πόλεμοι έγιναν συχνότεροι λόγω της αύξηση της ναυτικής και αεροπορικής ισχύος μεγάλων στρατιωτικών σχηματισμών.
Πρώτος πόλεμος τέτοιου είδους μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν της Κορέας το 1950 όταν οι ΗΠΑ πολέμησαν στο πλευρό της Νότιας Κορέας κατά της Βόρειας Κορέας και τη συμμάχου της Κίνας περίπου 11.000 χιλιόμετρα μακριά από τις ΗΠΑ μαζί με άλλες 16 χώρες συμμάχους από όλα τα σημεία του πλανήτη.
Το 1955 ο Αμερικανικός στρατός ενεπλάκη σε μια ακόμα σύρραξη στο Βιετνάμ, 13.000 χιλιόμετρα μακριά από τις ηπειρωτικές ΗΠΑ, που διήρκεσε 20 ολόκληρα χρόνια.
Το 1982 η Μεγάλη Βρετανία εξαπέλυσε στρατιωτική επιχείρηση στα νησιά Φώκλαντς, 12.000 μακριά από την Γηραιά Αλβιόνα σε έναν πόλεμο για την διεκδίκηση των νησιών που κατείχε ως υπερπόντιο έδαφος και κατέλαβε στρατιωτικά η Αργεντινή.
Το 1990 πολυεθνική δύναμη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ επιτέθηκε στο Ιράκ μετά την εισβολή του Ιρακινού Στρατού στο Κουβέιτ. Η επιχείρηση, 9.800 χιλιόμετρα μακριά από τις ΗΠΑ, που έμεινε γνωστή ως «Πόλεμος του Κόλπου», έγινε υπό τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και δεν οργανώθηκε από το ΝΑΤΟ αν και συμμετείχαν οι χώρες μέλη της συμμαχίας.
Το 1999 το ΝΑΤΟ με κύρια στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ της Μεγάλης Βρετανίας της Γαλλίας και της Γερμανίας βομβαρδίζει τη Γιουγκοσλαβία προκειμένου να προστατεύσει τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου από τους Σέρβους.
Στις 20 Μαρτίου 2003, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και σύμμαχοι ξεκίνησαν νέα εισβολή στο Ιράκ, με το πρόσχημα της ύπαρξης όπλων μαζικής καταστροφής και της ανάγκης ανατροπής του Σαντάμ. Στις 9 Απριλίου 2003 κατέρρευσε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν και οι Αμερικανικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Βαγδάτη.
Οι περισσότερες από τις παραπάνω πολεμικές συρράξεις εκτός από το χαρακτηριστικό απομακρυσμένων στρατιωτικών επιχειρήσεων, έγιναν υπό την νομιμοποίηση είτε του ΟΗΕ είτε του ΝΑΤΟ ανεξάρτητα από τις σκοπιμότητες που είχαν, φανερές ή κρυφές.
Ο πόλεμος που ξεκίνησε το Ισραήλ στις 13 Ιουνίου με σειρά βομβαρδισμών και την ονομασία «Αναδυόμενος Λέων» δεν είχε καμιά διεθνή νομιμοποίηση ούτε και ενεργή στην αρχή τουλάχιστον συμμαχία.
Το Ισραήλ επικαλούμενο για μια ακόμη φορά το «δικαίωμα στην αυτοάμυνα» και βασιζόμενο στην μεγάλη στρατιωτική ισχύ που είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του μακροχρόνιου εναγκαλισμού με τις ΗΠΑ κατάφερε μέσα σε λίγες ώρες να καταστρέψει την ιρανική αεράμυνα και σε λίγες ημέρες να μειώσει σημαντικά την επιθετική ισχύ της ιρανικής πολεμικής μηχανής καταστρέφοντας αρκετά όπλα και σκοτώνοντας έμψυχο δυναμικό στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας.
Επίσημα ο πόλεμος δεν έχει λήξει μιας και βρίσκεται σε ισχύ εκεχειρία που δεν προδιαγράφει με βεβαιότητα την επικράτηση της ειρήνης. Κάθε άλλο.
Τώρα που καταλάγιασε ο βόμβος και η σκόνη των εκρήξεων ίσως μπορούμε να ρίξουμε μια πρώτη ματιά πιο καθαρά στο τι συνέβη αυτές τις δώδεκα ημέρες του πολέμου και τι άλλαξε στον κόσμο.
Καταρχήν όσον αφορά το Ισραήλ, φαίνεται ότι έδρασε στη βάση ενός σχεδίου που εκπονείτο εδώ και αρκετά χρόνια. Το σχέδιο προέβλεπε τον αφανισμό μιας απειλής εν τη γενέσει της, καθώς γνώριζε ότι οι οργανώσεις που πολεμά εδώ και χρόνια και κυρίως η Χεζμπολάχ θα ήταν ανύπαρκτη χωρίς το Ιράν.
Αφού κατάφερε σημαντικά πλήγματα στο πεδίο τόσο στη Χαμάς όσο και στη Χεζμπολάχ στη Γάζα και τον Λίβανο αποψιλώνοντας τις σε έμψυχο δυναμικό και μέσα θεώρησε ότι ήρθε η ώρα με βάση το στρατηγικό σχεδιασμό που είχε να χτυπήσει και το σώμα της «Λερναίας Ύδρας».
Ο χρόνος της επιχείρησης επισπεύστηκε καθώς το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είχε φτάσει – όπως φαίνεται από τις πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας – πολύ κοντά στη δημιουργία πυρηνικών όπλων. Αυτός ήταν και ο λόγος που έμμεση συνδρομή του Ντόναλντ Τραμπ μετατράπηκε σε εμπλοκή στις πολεμικές επιχειρήσεις στο πλευρό του παραδοσιακού συμμάχου του.
Είναι καθολική παραδοχή ότι οι επιχειρήσεις τόσο από την πλευρά των ΗΠΑ όσο και από την πλευρά του Ισραήλ ήταν απόλυτα επιτυχημένες. Είχαν το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Εκτελέστηκαν με μεγάλη ακρίβεια αν και απαίτησαν τη συμμετοχή αρκετών μονάδων και χιλιάδων στρατιωτικών και κυρίως είχαν μηδενικές απώλειες σε προσωπικό και μέσα.
Από την άλλη πλευρά το Ιράν ανταπέδωσε τα χτυπήματα αφήνοντας αρκετά ερωτηματικά καθώς η πληροφορία προς το εξωτερικό της χώρας ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό. Τα χτυπήματα στο Ισραήλ ήταν σοβαρά όχι όμως αυτά που θα περίμεναν και οι ίδιοι οι ισραηλινοί.
Το γεγονός εντείνει τα ερωτηματικά για το αν πρόκειται πραγματικά για μια στρατηγική αυτοσυγκράτηση του ιρανικού καθεστώτος ή αν πρόκειται για αδυναμία της στρατιωτικής μηχανής του να επιφέρει σημαντικά πλήγματα μετά την ισραηλινή επίθεση.
Πάντως, τόσο η ανακοίνωση των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων ότι κατέστρεψαν το 30% του οπλοστασίου του Ιράν, όσο και η μη χρήση βαλλιστικών πυραύλων που διαθέτει η χώρα με πολύ καλύτερα χαρακτηριστικά από τα όπλα που χρησιμοποίησε δηλαδή με μεγαλύτερη ισχύ πυρός, ακρίβεια και βεληνεκές, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ιρανικό καθεστώς δεν αντιμετώπισε την επίθεση ως ένα «ολοκληρωτικό» πόλεμο που στόχευε να το αφανίσει.
Μετά από όλα αυτά, το ερώτημα παραμένει: Εν τέλει τι άλλαξε για τους εμπόλεμους αυτή η σύρραξη;
Όσον αφορά το Ισραήλ ήταν η πρώτη φορά που διεξήγαγε επιθέσεις με την ένταση και έκταση που το έπραξε σε μεγάλη απόσταση από τη χώρα. Η καταστροφή της ιρανικής αεράμυνας και οι βομβαρδισμοί κατά βούληση σε όποιο σημείο του Ιράν μάλλον το τοποθετούν στην πλευρά των νικητών, τουλάχιστον σε επιχειρησιακό επίπεδο. Ουσιαστικά ο πόλεμος αυτός επιβεβαίωσε την ύπαρξη του ως περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή και άλλαξε τους συσχετισμούς δυνάμεων γεωπολιτικά. Αυτό που απομένει να απαντηθεί είναι ποιοι θα ωφεληθούν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα από αυτή την αλλαγή.
Ο ίδιος ο Νετανιάχου μπορεί να αισθάνεται πιο ισχυρός από ποτέ. Να μην ξεχνάμε ότι στο εσωτερικό της χώρας του αντιμετώπισε ένα μεγάλο κύμα αμφισβήτησης. Σήμερα εμφανίζεται δικαιωμένος για τις επιλογές του καθώς οι «εχθροί του Ισραήλ» είναι πιο αποδυναμωμένοι από ποτέ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, αν και αμετροεπής, σε όλες τις φάσεις αυτού του πολέμου μάλλον είπε αλήθειες που δεν έκρυψαν τους σκοπούς του. Για άλλη μια φορά επιβεβαίωσε ότι παρά τις όποιες αλλαγές στον κόσμο οι ΗΠΑ παραμένουν «παγκόσμιος χωροφύλακας» με δικαίωμα επιβολής της άποψης τους και καθορισμού του παγκόσμιου γίγνεσθαι. Και η άποψη στην περίπτωση αυτή ήταν ότι «δεν μπορεί το Ιράν να έχει πυρηνικά όπλα».
Αισθάνεται νικητής αφού κατάφερε ένα σημαντικό πλήγμα μετά την προειδοποίηση στο Ιράν – λίγες μέρες πριν τον αμερικανικό βομβαρδισμό- να προσέλθει σε διάλογο όσο καιρό είχε κάτι για το οποίο θα μπορούσε να διαπραγματευτεί. Κυρίως όμως αισθάνεται νικητής για απέδειξε ότι μπορεί να καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις παγκόσμιες εξελίξεις.
Το Ιράν φαίνεται ότι δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα, όμως δεν αντιμετώπισε ένα ολοκληρωτικό πόλεμο που θα απειλούσε την ύπαρξη του καθεστώτος. Τα πλήγματα των ισραηλινών στην κορυφή της ιεραρχίας φάνηκε ότι στόχευαν την στρατιωτική διοίκηση και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και όχι το σύνολο της ηγεσίας. Υπό αυτή την έννοια αν και το Ιράν ηττήθηκε στο πεδίο, μπορεί να αισθάνεται ικανοποίηση καθώς δεν αφανίστηκε η διοίκηση και η δομή του καθεστώτος. Πολλοί μάλιστα αντικαθεστωτικοί εντός και εκτός του Ιράν υποστηρίζουν ότι το καθεστώς μετά τον πόλεμο θα εντείνει τις διώξεις και θα σκληρύνει τη στάση του προκειμένου να εντοπίσει και να εξαλείψει θύλακες αντίστασης ή συνεργασίας με τους εχθρούς του.
Όσον αφορά το πλήγμα που δέχθηκε στο πυρηνικό του πρόγραμμα είναι βέβαιο ότι ήταν σοβαρό στις εγκαταστάσεις. Δεν μπορεί να γνωρίζει όμως με βεβαιότητα κανείς πέραν την ιρανικής ηγεσίας αν έχει χαθεί το σχάσιμο υλικό ή είχε μεταφερθεί σε ασφαλή τοποθεσία πριν τους βομβαρδισμούς. Αλλά ακόμα και αν έχει χαθεί η τεχνογνωσία υπάρχει και θα είναι θέμα χρόνου το πυρηνικό πρόγραμμα να επαναληφθεί. Το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου για το Ιράν μπορεί να μετατραπεί μακροπρόθεσμα σε νίκη αφού κατάφερε να επιβιώσει σε μια δύσκολη στιγμή και να καταφέρει πλήγματα στο Ισραήλ.
Αν, τελικά, όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν λόγους να αισθάνονται νικητές, τότε ποιος είναι ο πραγματικός ηττημένος;
Σίγουρα ηττημένοι αισθάνονται οι άνθρωποι και από τις δυο πλευρές που είδαν να «βρέχει» πυραύλους και βόμβες στα σπίτια τους. Αυτοί που κοιμήθηκαν για 10 ημέρες στα καταφύγια με μωρά παιδιά στην αγκαλιά τους. Αυτοί που όταν βγήκαν έξω βρήκαν νεκρούς συγγενείς και σπίτια – ερείπια. Αυτοί που έθαψαν γονείς, αδέρφια, συζύγους και παιδιά.
Για όλους αυτούς ο πόλεμος δεν έφερε καμιά νίκη. Μόνο θάνατο και καταστροφή.
Yπάρχει όμως κι άλλος ηττημένος που δεν ενεπλάκη ποτέ άμεσα σε αυτό τον πόλεμο. Είναι η Ευρώπη, που απέδειξε άλλη μια φορά την ανυπαρξία της στην Μέση Ανατολή. Τη χρησιμοποίησε ο Τραμπ για να παραπλανήσει τους Ιρανούς ότι επιζητεί διπλωματική λύση με πρωτοβουλίες των Ευρωπαίων την ώρα που τα βομβαρδιστικά B-2 απογειωνόταν από τη βάση Γουάιτμαν στο Μισούρι των ΗΠΑ.
Όταν οι σκόνες κατακάθονται και οι αριθμοί απολογισμού αρχίζουν να γράφονται, εύκολα μπορεί κανείς να μιλήσει για «νίκη».
Όμως οι πόλεμοι, ιδιαίτερα αυτοί του 21ου αιώνα, δεν τελειώνουν με την τελευταία βόμβα ούτε με την εκεχειρία. Τα αποτελέσματά τους διαχέονται στον χρόνο, αλλάζουν μορφές, τρέφουν νέες συγκρούσεις ή σιωπηρές κρίσεις.
Ο δωδεκαήμερος πόλεμος ίσως έφερε πρόσκαιρες επιτυχίες για όλους τους εμπλεκόμενους. Μα αν κάτι απέδειξε, είναι ότι σε έναν κόσμο σύνθετο, ρευστό και βαθιά ασταθή, καμία «νίκη» δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστική — και καμία «ήττα» απόλυτη. Το πραγματικό τέλος αυτής της σύγκρουσης, αν υπάρξει, δεν έχει γραφτεί ακόμη.
Source link