Εδώ χτυπάει η “καρδιά” της Μικρασίας: Έτσι γιόρταζαν τα Θεοφάνια στο Αϊβαλί…

Εδώ χτυπάει η “καρδιά” της Μικρασίας: Έτσι γιόρταζαν τα Θεοφάνια στο Αϊβαλί…

Απόσπασμα από ένα σπουδαίο έργο του Μικρασιάτη, βραβευμένου συγγραφέα Φώτη Κόντογλου

Καλή χρονιά πατριωτάκια μου, και καλή Φώτιση!  Χρόνια πολλά σε όσους γιόρταζαν χθες και στους…πολλούς που γιορτάζουν σήμερα!

Όπως γράψαμε και σε προηγούμενη στήλη, η ζωή πάει από τις λύπες στις χαρές και από τις χαρές στις λύπες! Έτσι στον Σύλλογο Μικρασιατών Ηρακλείου «Άγιος Πολύκαρπος» σχεδίαζαν την κοπή της πίτας τους για τις 19 του Γενάρη αλλά ο Θεός πήρε στην αγκαλιά του την αγαπημένη όλων Αρχοντία Καμπριάνη και όλα τα σκέπασε το πένθος (η εκδήλωση αναβλήθηκε φυσικά). Φίλοι και συγγενείς θα πουν το τελευταίο «αντίο» στην Αρχόντισσα Βουρλιωτίνα του Ηρακλείου και δη του Ατσαλένιου, σήμερα Τετάρτη 8/1 στις 12.30 στην Αγία Σοφία…

Αλλά ας κλείσουμε με μια ιστορία. Πριν…σας πάμε στο Αϊβαλί να προσθέσουμε πως έρχονται και αρχαιρεσίες στον αγαπημένο επίσης σύλλογο «Η Αλικαρνασσός» αλλά για αυτές θα γράψουμε αναλυτικά από βδομάδα…

·Θα παραθέσουμε τώρα μια περιγραφή των Θεοφανίων στην Μικρά Ασία από τον γνωστό συγγραφέα, αείμνηστο Φώτη Κόντογλου, βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών.

«Στα θαλασσινά τα μέρη (σ.σ. της Μικρασίας πριν την Καταστροφή) ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.

Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά.

Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε.

Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε.

Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.

Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

  Από το βιβλίο του συγγραφέα «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»…


Source link